«Το άκυρο αύριο» του Χαρπαντίδη (της Δήμητρας Ρουμπούλα)
«Ο πατριωτισμός είναι μια έννοια λάστιχο, επανέρχεται κάθε τόσο επίκαιρος…» Μια πτυχή της έννοιας του πατριωτισμού, την χειρότερη και πλέον επικίνδυνη, αναλαμβάνει να διαχειριστεί λογοτεχνικά ο Κοσμάς Χαρπαντίδης για εποχές, όπως και η σημερινή, «που επανέρχονται λέξεις ξεχασμένες, όπως πατρίδα, φυλή, ράτσα, εκκαθάριση και ομοιογένεια λαών, στεγανοποίηση συνόρων, φράχτες σε μεθοριακές γραμμές, ξένοι μετανάστες, πολιτογραφήσεις και μεταναστευτική πολιτική». Φορείς της στο νέο μυθιστόρημά του, με τίτλο «Το άκυρο αύριο» (εκδ. Πόλις), είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής Πρόδρομος Αρσλάνογλου ή Αρσλάν αγάς ή αλλιώς «καπετάν θάνατος», ένας εθνικιστής καπετάνιος, και βέβαια οι επίγονοι αυτού του θεοποιημένου προγόνου, μέλη μιας νεοναζιστικής οργάνωσης με το όνομα «Σπαρτιατική Λάβρυς».
Στο δεύτερο μυθιστόρημά του και έκτο πεζογραφικό του έργο, ο συγγραφέας από τη Δράμα, ο οποίος ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στην Καβάλα, βυθίζεται στην πολυτάραχη Ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας και, χωρίς να γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, αναδεικνύει πλευρές της που ταλανίζουν και την σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Το αποδεικνύει η επανεμφάνιση της μισαλλοδοξίας και της ξενοφοβίας, η δράση της «Χρυσής Αυγής». Κι αυτό που υποδηλώνει ξεκάθαρα ο Χαρπαντίδης είναι ότι ο σκοταδισμός, η θρησκοληψία και ο άκρατος εθνικισμός δεν σταμάτησαν δυστυχώς να λειτουργούν.
Η δράση εξελίσσεται στη μεθοριακή Μικρόπολη Δράμας και περνά από την περίοδο της Κατοχής, τον Εμφύλιο, τα μεταμφυλιακά χρόνια, την Μεταπολίτευση και φτάνει μέχρι τις μέρες της κρίσης, με ένα αριστοτεχνικό μπρος πίσω στο χρόνο και στα ιστορικά γεγονότα. Ο Αρσλάν αγάς δρα μέσα στο ανάλογο κλίμα της βίας και των συλλογικών παθών του παρελθόντος και όπως αυτά μεταδίδονται στις νεότερες γενιές και φτάνουν στον παρόντα χρόνο. Με «βλέμμα θηρίου και βία ανθρώπου», ο Αρσλάνογλου, αρχηγός μιας εθνικιστικής αντάρτικης ομάδας, αρχικά πολεμά εναντίον των Γερμανών και των Βουλγάρων στα βορειοελλαδικά σύνορα, μετά κατά των κομμουνιστών, για να καταλήξει, μυθοποιημένος από τους κατοίκους, δήμαρχος της Μικρόπολης επί τριάντα και πλέον χρόνια. Αδίστακτος φονιάς, μια «μηχανή ολέθρου» που «η μυρωδιά του θανάτου τού έκαιγε τα φρένα». Στη περιοχή έκανε κουμάντο αυτός, ήταν «το πιο ματωμένο κουμάντο», που καθάριζε τους Βούλγαρους για εθνική καθαρότητα και εθνική ομοιογένεια, κι ας έρρεε στις φλέβες του τουρκικό αίμα. Αλλά και ως κομμουνιστοφάγος δεν είχε έλεος. Γέμιζε τα τσουβάλια με κεφάλια Ελλήνων εαμιτών, για να εισπράξει οπλισμό και εφόδια από τους Βούλγαρους κατακτητές στα χρόνια της Κατοχής. Έχει ενδιαφέρον το σχόλιο στη σελίδα 156, για την ελληνική αριστερά «που εξιλέωσε τους (Βούλγαρους) κατακτητές, επειδή από τη μια μέρα στην άλλη άλλαξαν στρατόπεδο και από φασίστες έγιναν κομμουνιστές».
Ακόμη και με την οικογένειά του ο Αρσλάν αγάς ήταν σκληρός. Για ένα κλεμμένο μήλο έδεσε στο δέντρο της αυλής το λιγνό σώμα του δεκατριάχρονου γιού του και το χτυπούσε ανελέητα με τη ζώνη μέχρι ο έφηβος να ματώσει και να λιποθυμήσει. Τότε του έριξε έναν κουβά κρύο νερό και απαγόρευσε στη γυναίκα του να λυπηθεί το παιδί της γιατί θα έβρισκε κι εκείνη το μπελά της.
Μπορεί με τη Μεταπολίτευση το κυβερνών κόμμα της Δεξιάς θα θεωρούσε όνειδος να έχει στις τάξεις του έναν αιματοβαμμένο Αρσλάν αγά, που φωτογραφιζόταν με κεφάλια σφαγμένων εαμιτών («κορνίζα για τις πόζες του»), συνεργάστηκε με τη χούντα, ήταν προσωπικός φίλος του Γεώργιου Παπαδόπουλου από την εποχή που υπηρετούσε στη Μικρόπολη ως λοχαγός και κάποτε συνόδευε τους βασιλείς στα κυνήγια τους, και να τον απομάκρυνε από τις γραμμές του, αλλά εκείνος είχε φροντίσει: Να διατηρεί στενές επαφές με υπουργούς και σημαίνοντα πρόσωπα, και κυρίως να έχει κερδίσει την τοπική κοινωνία. Πώς; Μερίμνησε ο ίδιος για την διαχρονική του αξία ώστε να μην παραμείνει στη μνήμη απλώς ως ένα «απολίθωμα πολεμιστή».
Ο Αρσλάν αγάς δεν ήταν προορισμένος να ξεχαστεί εύκολα, ούτε αυτός ούτε το έργο του. Δεν κατηγορήθηκε ποτέ για τα εγκλήματα που έκανε, ακόμη και για εκείνα τα σκοτεινά και ανεξιχνίαστα που διέπραξε εν καιρώ ειρήνης. Αντιθέτως επιβραβεύτηκε με το αξίωμα του δημάρχου της Μικρόπολης επί τριάντα επτά χρόνια, από το 1945 ως το 1982 οπότε εξαφανίζεται μυστηριωδώς πριν από τις δημοτικές εκλογές. Ο ίδιος σκηνοθετήσει ένα σατανικό σχέδιο ώστε να λατρευτεί μετά το θάνατό του, με την αμέριστη βοήθεια του τοπικού μοναστηριού το οποίο ανέλαβε την αγιοποίησή του. Βεβαίως δεν παρέλειψε να στήσει τα ανάλογα μνημεία γνωρίζοντας ότι τα σύμβολα έχουν ισχυρή δύναμη. Η είδηση της εξαφάνισης του Αρσλάνογλου έφερε στη Μικρόπολη την κόρη του αυτόχειρα Παγκράτιου Παγκρατίδη, άλλοτε στενού συνεργάτη του καπετάνιου. Στον τελευταίο η Αθηνά Παγκρατίδη καταλογίζει ηθική αυτουργία για την αυτοκτονία του πατέρα της. Με την επιστροφή της, μετά από σαράντα χρόνια, από την Αθήνα στην γενέτειρά της, με πρόσχημα την φροντίδα της μητέρας της, η οποία πάσχει από άνοια, επιχειρεί να απαλλαχθεί από τα φαντάσματα του παρελθόντος: να γράψει ένα βιβλίο στη μνήμη του πατέρα της. Η έρευνα που κάνει, αναζητώντας την αλήθεια των γεγονότων, την φέρνει αντιμέτωπη με το ίδιο το φάντασμα του Αρσλάνογλου που δυνάστευε την περιοχή, ακόμη και μετά το θάνατό του, μέσα από τη θρησκεία και τη δράση της νεοναζιστικής οργάνωσης «Σπαρτιατική Λάβρυς», η οποία έχει επωμιστεί την προάσπιση με κάθε τρόπο της μνήμης του εθνικιστή ακρίτα και ανανεώνει τις δικές της απόψεις για την καθαρότητα και την προστασία της ελληνικής φυλής. Τα μέλη της οργάνωσης, ανάμεσά τους και συνοριοφύλακες, αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του καπετάνιου έναν δικό τους ήρωα, εγνωσμένων εθνικών φρονημάτων, που αγωνίστηκε για σύνορα και καθαρή πατρίδα, πολέμησε τους εχθρούς της φυλής, είτε λέγονται Βούλγαροι είτε Γερμανοί είτε κομμουνιστές. Οι περισσότεροι είναι αγράμματοι, ημιμαθείς, θρησκόληπτοι. Ντύνονται με στολές παραλλαγής, μοιάζουν σαν παραστρατιωτικά τάγματα του μεταπολέμου, οργώνουν τα περάσματα ανακαλύπτοντας λαθρομετανάστες, ενώ συχνά υποβοηθούν το έργο της αστυνομίας, καθώς η δύναμή της δεν επαρκεί, απολαμβάνοντας ασυλία. Οι επίγονοι του Αρσλάνογλου, που διατηρούν σχέσεις με την κεντρική οργάνωση της Αθήνας, έχουν δύναμη και είναι ικανοί να λάβουν εκδίκηση, όταν τους θίξεις τα ιερά και τα όσια. Έτσι θεωρούν την αριστερών πεποιθήσεων Αθηνά, και αφηγήτρια της ιστορίας, ύποπτη για τις καταγγελίες που ακούστηκαν για τη δράση της, προκαλώντας την επέμβαση των αρχών.
Στην πλοκή ο συγγραφέας θα βάλει κι άλλα πρόσωπα, ανάμεσά τους τον ρομαντικό, πλην όμως σκοτεινό Λάμπρο με τον οποίο η επίδοξη συγγραφέας κάνει ωραίους περιπάτους στην αρχέγονη φύση της περιοχής, ή τον Βελουδένιο, ιδιοκτήτη ενός θερινού σινεμά, ο οποίος αντιτάχθηκε στην αυταρχικότητα των υπευθύνων του οικοτροφείου που πέρασε τα παιδικά της χρόνια η Αθηνά, χωρίς το μυθιστόρημα να δίνει σαφείς σχετικές πληροφορίες, αφήνοντας κενά στην πλοκή.
Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης αναμετράται με έναν αρνητικό ήρωα και κερδίζει το στοίχημα, πλάθοντας υποδειγματικά τον χαρακτήρα του και τοποθετώντας τον στον κατάλογο των πιο ολοκληρωμένων ηρώων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Συγχρόνως δοκιμάζει την πένα του στο σώμα ευαίσθητων θεμάτων της σύγχρονης Ιστορίας μας, προβάλλοντας εμμέσως πλην σαφώς σημερινά επικίνδυνα φαινόμενα. Κι εδώ βρίσκεται η δύναμη της λογοτεχνίας και των μέσων που διαθέτει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου