Φτάνοντας στο τέλος της ανάγνωσης του μυθιστορήματος της Βίκυς Τσελεπίδου «Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;» από τις εκδόσεις Νεφέλη, διαβάζουμε: «Αναρωτιέμαι, κύριε καθηγητά, μήπως τελικά "πατρίδα" είναι ο "τόπος" ο ιδανικός που θες να φτάσεις, αυτό που κουβαλάς μες στο κεφάλι σου, το δέντρο το φανταστικό καρπός του οποίου θα ήθελες να ήσουν; Αυτό.... ή απλά η μουριά στην αυλή των παππούδων σου;».
Πόσες πατρίδες μπορεί ν’ αντέξει ένας άνθρωπος; Πόσο σημαντικό είναι να ανήκει κάπου κανείς, να ορίζει τον χώρο όπου μπορεί να κινηθεί και να σκεφτεί ελεύθερα; Τι ρόλο έχει η ατομικότητα στο πέρασμα της Ιστορίας; Συντρίβεται ακολουθώντας μια πορεία σαν τα μυρμήγκια ή αντιστέκεται καθώς το αίμα κοχλάζει στον ρυθμό ενός νταϊρέ, αναζητώντας δικαίωση και ταυτότητα; Ερωτήματα που αναδύονται χάρη στην ιδιαίτερη πρισματική τεχνική της αφήγησης.
Το μυθιστόρημα αφορά μια οικογένεια προσφύγων από την Καππαδοκία που εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Δράμα. Κεντρικό πρόσωπο η Αναστασία, ένα σύμβολο της πολύπαθης γενιάς που ρίζωσε στον ελλαδικό χώρο με την ανταλλαγή και μετακίνηση πληθυσμών την οποία βίωσε ψυχικά ως ξερίζωμα, ανεστιότητα. Σ’ αυτή την ανοιχτή πληγή της μνήμης είχε μοναδικό της αποκούμπι έναν «Γιορδάνη» από τον οποίο άρχιζε και στον οποίο τελείωνε κάθε ιστορία από τη Μικρά Ασία, «λες και πατρίδα της όλη ήταν ο Ιορδάνης».
Αν η Αναστασία είναι το σύμβολο μιας εποχής που διαμόρφωσε την ταυτότητα του νέου ελληνικού έθνους, η εγγονή της η Λουκία, αφηγήτρια του μυθιστορήματος, είναι η κληρονόμος αυτής της συνείδησης που πρέπει να την κρίνει και να την εντάξει στο σύγχρονο περιβάλλον.
Αναζητώντας τον εαυτό της, δημιουργεί σχέσεις στις οποίες υπόκειται σε συναισθηματική και σωματική κακοποίηση. Τα αποσπάσματα μιας ψυχοθεραπεύτριας για τα θέματα των κυριαρχικών και εξαρτητικών σχέσεων συνδιαλέγονται με την ιστορία του ξεριζωμού των Μικρασιατών και τον τρόπο ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία της εποχής. Ο ξεριζωμός από μια πατρίδα κληρονομείται γενεαλογικά ως ξεριζωμός από έναν εαυτό.
Το μυθιστόρημα όμως δεν μένει στη Μικρασία του '23 και στην αμέσως διαμορφωθείσα κατάσταση της Ελλάδας μετά την ανταλλαγή. Είναι σύγχρονο. Τα γεγονότα της Ιστορίας φτάνουν ως απόηχοι των εμπειριών των πολλών προσώπων της αφήγησης.
Συντελείται ένα οδοιπορικό από την Καππαδοκία ώς το Λονδίνο και τη Μαγιόρκα. Από τη συνθήκη της ανταλλαγής των πληθυσμών στις συνθήκες προστασίας του περιβάλλοντος. Ανάμεσα στις διευθετήσεις του ιστορικού χρόνου παρεμβάλλονται ειδήσεις για το τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο, αγγελτήρια, αφηγήσεις προσφύγων, στίχοι και παραδοσιακά τραγούδια, αποφάσεις δικαστηρίων, άρθρα του Αστικού Κώδικα. Μια ποικιλία γνώσεων και απόψεων εντός του κειμενικού σώματος που αναγκάζει τον αναγνώστη να στρέφει τη σκέψη του αλλού. Πίσω όμως από τα διάφορα, φαινομενικά άσχετα παραθέματα, υπάρχει ένα λεπτό κοινό νήμα σύνδεσης για τη σχετικότητα αυτών που θεωρούμε σταθερές.
Η συγγραφέας σ’ ένα πολύ όμορφο κεφάλαιο με τίτλο «Αιώρα» γράφει: «Η λέξη "αιώρα" μοιάζει με τη λέξη "χώρα" που μοιάζει πολύ με τη λέξη "τώρα" που έχει μέσα της τη λέξη "ώρα", κατάληξη ανορθόγραφη της λέξης "σύνορα". Και αποδώ και αποκεί, από το ένα σημείο στο άλλο, μετατοπίζεται συνεχώς η αιώρα, η χώρα, η ώρα».
Αλλά και αφηγηματικά συντελείται ένα λογοτεχνικό οδοιπορικό. Η αφήγηση, πότε γραμμική, πότε σπειροειδής, εντάσσει έναν αγωνιώδη μελοδραματισμό στο υφολογικό περιεχόμενο του πολύτροπου αυτού μυθιστορήματος ακόμη και με εικόνες μαγικού ρεαλισμού.
Το μυθιστόρημα της Βίκυς Τσελεπίδου, χωρίς να είναι ιστορικό, αναδεικνύει τις γκρίζες περιοχές του χρόνου και των γεγονότων. Τις αντιφάσεις και τις εξαρτήσεις. Την πολιτική και τις ιδέες. Δείχνει πόσο δύσκολο είναι να αποδεχθεί τελικά κανείς μια πατρίδα που φτιάχτηκε στα χαρτιά και όχι από το χώμα που κάποτε πατούσε. Σε αυτό τον ιστορικό χρόνο τοποθετεί την ατομική ύπαρξη που κουβαλάει τραύματα και χάσματα γενεών κι απεγνωσμένα ζητά μια αναγνώριση ελευθερίας. Οπως λέει η ίδια, «...κι έτσι γίνεται και λέμε μετά πως τους γονείς, τους παππούδες και τους πιο καλούς προγόνους μας, σαν παραφουσκωμένες μπάμπουσκες τους κουβαλάμε μέσα μας - όλο και πιο συρρικνωμένους, όλο και πιο συμπυκνωμένους καθώς ο καιρός περνά και η μια μπάμπουσκα τρώει την άλλη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου