Το «Ανοιχτό Βιβλίο», για τρίτη συνεχή χρονιά, στεγάζει στις σελίδες του πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δώδεκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού άξονα και αφηγηματικής παλέτας έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες.
Μ’ άλλα λόγια, έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους τη θερινή εμπειρία και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, ενδοσκοπικά, ανατρεπτικά ή αναστοχαστικά που θα μας συντροφεύουν όλο το φετινό καλοκαίρι. Για άλλη μία φορά το «Ανοιχτό Βιβλίο», εκτός από κριτική πυξίδα, προσφέρει και λογοτεχνική απόλαυση.
Mετά τους Α. Παπαντώνη, Δ. Παπαμάρκο, Μ. Ξυλούρη, Ν. Σεβαστάκη, Ν. Μάντη, Δ. Κούρτοβικ, Αλ. Πανσέληνο, Κ. Σωτηρίου και Φαίδωνα Ταμβακάκη, συνεχίζει η Τζούλια Γκανάσου.
«Προσωρινά…» σκέφτηκα. Πρόκειται για μια προσωρινή απασχόληση την οποία έχω ανάγκη. Ναι, πρόκειται για μια πρόσκαιρη καλοκαιρινή εργασία από την οποία θα αποκομίσω πολύτιμη εμπειρία, προσλαμβάνουσες και ικανές απολαβές ώστε να θέσω τον επόμενο στόχο το φθινόπωρο.
Ποιος έχει ανάγκη από θάλασσα; Πήγαινα εκεί από μικρός, δεν μου προσφέρει πλέον τίποτα καινούργιο. Πάντα η ίδια θέα του ορίζοντα, το άπειρο γαλάζιο, η επαφή του γυμνού με το αλάτι και την άνωση… Οχι, δεν με αφορούν!
Αυτή η ευκαιρία που παρουσιάστηκε άξαφνα όπως όλα τα ωραία, αυτή η συγκυρία που είναι γεμάτη από πηγαίες δυνατότητες, αυτή με ενδιαφέρει!
Ούτε η δροσιά του απομεσήμερου κάτω από τα πλατάνια, δίπλα στο ποτάμι, ούτε το βουνό με το κρασί στο ένα χέρι και στο άλλο…
Οχι, δεν θα έχει καταπόνηση, μόνο λίγη ορθοστασία. Και βέβαια θα με βλέπει ο ήλιος! Θέρος χωρίς μαύρισμα υφίσταται;
Και μάλιστα μου είπαν ότι όσο πιο λίγο ρουχισμό διαθέτω κατά τις ώρες εργασίας τόσο το καλύτερο. Οπότε καταλαβαίνεις: η βιταμίνη D θα φτάσει στα ύψη, θα είμαι απολύτως έτοιμος για τον χειμώνα, μυρμήγκι σού λέω, σε όλα τα επίπεδα!
Και διάδραση θα έχω με τον κόσμο. Μου είπαν μάλιστα ότι οι εικόνες από το σημείο της εργασίας μου εναλλάσσονται διαρκώς, αυτό είναι πολύ βασικό για μένα: δεν θα βαρεθώ.
Γιατί έφυγε ο προκάτοχος της θέσης μου; «Προσωπικά προβλήματα…» μου είπαν, κάποια μέρα κατά τη διάρκεια του οχταώρου εξαφανίστηκε και από τότε δεν τον ξαναείδαν.
Οχι, τι να φοβηθώ; Σε εξωτερικό χώρο θα δουλεύω, σε δρόμο πολυσύχναστο, κάτω από τον ήλιο…
Στέκομαι όρθιος δίπλα στην πινακίδα. Στητός, χαμογελαστός και ευπροσήγορος. Κουνάω το δεξί μου χέρι πέρα-δώθε προς την κατεύθυνση που δείχνει διαρκώς το αριστερό.
Δουλεύω ήδη έναν μήνα. Είναι υπέροχα! Το δέρμα μου έχει μαυρίσει υπέρ το δέον, το σώμα μου αδυνάτισε, γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους.
Δεν εννοώ μόνο τον άστεγο που ξαπλώνει κάτω από το υπόστεγο, αλλά και τον πλανόδιο πωλητή που βρίζει όλη μέρα φτύνοντας σαν ποτιστικό κήπου όπου βρει ή την ηλικιωμένη που με παρατηρεί από το απέναντι μπαλκόνι και όταν βγαίνει για περίπατο μου χώνει στο στόμα λουκουμάκια αφήνοντας την άχνη ζάχαρη να κολλήσει στον ιδρώτα που τρέχει πάνω στο στέρνο μου ή τον κόπρο που τριγυρίζει όλη μέρα μεταφέροντας παλιά αντικείμενα από εδώ κι από εκεί.
Οχι, δεν έχω παράπονο. Παίρνω ποσοστά από κάθε αυτοκίνητο που «ψαρεύω», σημαντικά ποσά κατατίθενται κάθε σούρουπο στην τσέπη μου και χαίρομαι που κουδουνίζουν έτσι όμορφα καθώς βαδίζω προς το σπίτι.
Οχι, δεν έχει σημασία που δεν αισθάνομαι τα πόδια μου, εδώ είναι άλλωστε – τα βλέπω, δεν έχει καμία σημασία που ξεφλουδίζουν πέτσες κάθε νύχτα από το δέρμα μου και κρέμονται από τις άκρες στο σεντόνι, η σάρκα είναι φτιαγμένη για να αλλάζει, μου λένε όλοι στην πιάτσα, τι είναι ο άντρας χωρίς να υπομένει;
Οχι βέβαια, δεν με νοιάζει που υπάρχει η εξειδίκευση, ο καταμερισμός της εργασίας επηρεάζει θετικά τη συνοχή της κοινωνίας, δεν ξέρω τη δουλειά σου – δεν ξέρεις τη δική μου, άρα υπάρχει αλληλεξάρτηση, αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια.
Φυσικά και δεν με νοιάζει που δεν μπορώ να ικανοποιήσω τις βασικές μου ανάγκες, μωρό είμαι να μην προγραμματίζω πότε θα λειτουργήσει η ουροδόχος κύστη ή το έντερο;
Και βέβαια ελέγχω το σώμα μου απόλυτα. Τι νόμιζες; Ασφαλώς ευγνωμονώ τη θεά τύχη που βρήκα αυτή την εργασία, «προσωρινή» είπαμε είναι μέχρι να έρθουν οι βροχές, μέχρι να σκάψω έναν λάκκο και να…
Είναι που κάνει πολλή ζέστη, γι’ αυτό σκέφτομαι τον λάκκο. Είναι που καίγεται ο κρόταφος και τσούζει το κρανίο. Είναι που ανάβουν μικροί ατίθασοι σπινθήρες σε διάφορα σημεία της κόμης όλη μέρα κι αναγκάζομαι να χρησιμοποιώ την αριστερή παλάμη για να σβήνω τις εστίες.
Ετσι δεν είναι ορατή η κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν τα αυτοκίνητα αναζητώντας χώρο στάθμευσης. Ετσι, για λίγα δευτερόλεπτα, για ένα, δύο, πέντε λεπτά, χάνω αμέτρητους πελάτες με αποτέλεσμα να με επιπλήττει ο ιδιοκτήτης που κάθεται κάτω από το κλιματιστικό και να γελάει σαρδόνια ο ανταγωνιστής μου.
Ομως δεν μπορώ να μη σκέφτομαι το δεξί χέρι που μετά τις πέντε ώρες, πιάνεται από την ίδια κίνηση και γέρνει και όσο αλλοιώνεται εκείνο τόσο υποκύπτω και εγώ και μοιάζω σαν να χειροκροτώ την καταπληκτική συγκυρία που βιώνω, ώσπου να με επαναφέρει στην τάξη ο άστεγος λίγο πριν να αποκοιμηθώ και να ζητήσει κανένα ψιλό για ετούτη τη διάσωση που δεν μπορώ να μην το δώσω γιατί, όπως και να το κάνουμε, τον έχω ανάγκη.
Σήμερα όμως δεν τον ακούω, υπερτερεί το βουητό, δεν βλέπω παρά μόνο τους μαύρους κόκκους της ασφάλτου που αχνίζουν μέσα στο λιοπύρι και αναβλύζουν μυρωδιές από πίσσα, σάπιες ιδέες, ούρα και ελπίδες που διαψεύστηκαν γεμίζοντας την εικόνα με ασφυκτική αίσθηση βαρύτητας, τα πέλματα λιώνουν, τα πόδια γίνονται ένα με το ρέον σύνολο, ο κορμός, τα χέρια μου, το στέρνο, ο λαιμός αναμειγνύονται με τον ιδρώτα που τρέχει από παντού και εξατμίζομαι, εξαχνώνομαι γυρεύοντας λίγη σκιά, τον άνεμο, μια σταγόνα από νερό ή έναν καλύτερο Θεό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου