«Αυτό είναι καλό, αυτό όχι· εκείνο θέλει να πει κάτι άλλο»: η κριτική είναι μια σαλάτα διαπιστώσεων, επικρίσεων και επεξηγήσεων. Πρόκειται όμως για μια σαλάτα σπέσιαλ, μια «σαλάτα του σεφ» με ένα «επειδή».
Η κριτική ξεκινά από τη θέληση να καθορίσει μια αλλαγή, μια μετατροπή του αντικειμένου που εξετάζει.
«Θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι διαφορετικό», είναι η λανθάνουσα προειδοποίηση του κριτικού. Ή ακόμη: «Θα μπορούσε να ήταν καλύτερο». Τελικά, το όνειρο της κριτικής φαίνεται να είναι εκείνο που τη θέλει αντίγραφο του έργου τέχνης.
Στη βάση όλων αυτών βρίσκεται η αξίωση να μεταχειρίζεται το έργο ως ένα καταναλωτικό προϊόν και να προτείνει κανόνες κατανάλωσης.
Μια αυστηρή γνώση, όμως, θα πρέπει να τείνει κυρίως στην εξέταση των νόμων παραγωγής. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι η κριτική, από τη στιγμή που δεν περιορίζεται πια στην περιγραφή του τελικού προϊόντος για να το προετοιμάσει για τη μετάδοσή του, δηλαδή για την κατανάλωσή του, πρέπει να διευρύνει το ενδιαφέρον της και να προτείνει ως αντικείμενο (για επεξήγηση και όχι μόνον ως περιγραφή) την επεξεργασία ενός τέτοιου προϊόντος σε γενικότερες περιοχές και διαδικασίες.
Από κοινωνιολογική άποψη, η ουσία είναι ότι από τη μια διεκδικεί την ιδιαιτερότητα και την αυτονομία του λογοτεχνικού έργου, με την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί γι’ αυτό που είναι, κι από την άλλη σημειώνοντας ότι το έργο δεν θα πρέπει να εξετάζεται ως μια αυτάρκης ολότητα. Κι από αυτό το σημείο ξεκινούν ορισμένες νόμιμες αμφιβολίες.
Πώς είναι δυνατόν η ανάλυση να μην παραμείνει φυλακισμένη μέσα στο έργο, ούτε, ταυτόχρονα, μπορεί να έχει την αξίωση να μεταφέρει το νόημα του έργου πέρα από το ίδιο, προς ένα ισοδύναμο;
Τι ακριβώς μπορούμε και πρέπει να γνωρίζουμε αναφορικά με το έργο που γίνεται αντικείμενο γνώσης, αν αυτό το αντικείμενο δεν είναι το ίδιο το έργο;
Παραμένει πάντως η πρόθεση να παρακάμψουμε τις παγίδες του παλιού κοινωνιολογισμού, κάνοντας προσεκτικά αναφορά στη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την ιδεολογία. Είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι τα λογοτεχνικά κείμενα καθιστούν τη γλώσσα και την ιδεολογία (που ίσως και να μην είναι τελείως διαφορετικά πράγματα) μια ανέκδοτη χρήση, ξεριζώνοντάς τα κατά κάποιο τρόπο από τα ίδια για να τα κατευθύνουν σε νέες ανάγκες, βάζοντάς τα στην υπηρεσία ενός δικού τους ειδικού σχεδίου.
Το λογοτεχνικό έργο, από τη στιγμή που πειραματίζεται και εφευρίσκει τη γλώσσα, γίνεται ταυτόχρονα το αντίστοιχο μιας γνώσης και μιας καρικατούρας της συνήθους ιδεολογίας.
Και απ’ αυτή τη λειτουργία απορρέει το γεγονός ότι η λογοτεχνία πέρα από μια αναπαραγωγή της πραγματικότητας επιτρέπει την αμφισβήτηση της γλώσσας.
Είναι ένα πεδίο που μόνο επιφανειακά μπορεί να φανεί ελεύθερο από παγίδες. Η σχέση, στο σύνολό της, που σχηματίζεται ανάμεσα στην τέχνη και την κοινωνία είναι μια διαλεκτική και όχι στατική σχέση, που καθορίζεται μια για πάντα.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο πολιτιστικό πανόραμα που έχουμε μπροστά μας. Μεγάλα τιράζ, εκδοτικά κοκτέιλ, βραβεία, λογοτεχνικά απογεύματα, παρουσιάσεις βιβλίων…
Λαϊκή κουλτούρα; Συγκεκριμένα, στο φως μιας προσεκτικής ιστορικο-κοινωνιολογικής ανάλυσης, είναι πιο σωστό να μιλάμε για μια κοινωνική κουλτούρα, μια μαζική κουλτούρα, που την προπαγανδίζει η οικονομική και ιδεολογική εξουσία με τρόπο ώστε η κουλτούρα να είναι, tout court, Η Κουλτούρα.
Η λογοτεχνική παραγωγή καθορίζεται ακριβώς από τους νόμους της αγοράς και μας παρουσιάζεται με τα ίδια διαφημιστικά μηνύματα ενός απορρυπαντικού: οι πολύχρωμες ταινίες γύρω από τα μυθιστορήματα ή τα δοκίμια που κέρδισαν κάποιο βραβείο, οι παρουσιάσεις-δεξιώσεις, οι τίτλοι στις εφημερίδες που κάνουν τον συγγραφέα έναν πρωταγωνιστή, είναι τρόποι να θεωρούν και να πουλάνε το πακεταρισμένο έργο.
Ο Συγγραφέας, απελευθερωμένος από τον μαικήνα, έπεσε στα δίχτυα, πολύ πιο στενά, της πολιτιστικής βιομηχανίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου