Πίστευαν μέχρι πριν από λίγο ακόμη -και μάλλον πιστεύαμε- πως ήταν τράνζιτ. Περαστικοί από τον τόπο της υποχρεωτικής άφιξης στον δρόμο προς τον τόπο ή τους τόπους επιλογής.
Μιλώ για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες -για μένα η διάκριση δεν ήταν ποτέ εύκολη- που με μύριες δυσκολίες έφταναν στον τόπο μας, σκοπεύοντας να καταλήξουν σε άλλους πιο πλούσιους, πιο αστραφτερούς, για να ξαναφτιάξουν εκεί μια καλύτερη ζωή.
Το κύμα αυτό, που συνεχίζει να φτάνει, δεν είναι το ίδιο με τη μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα, των ανθρώπων που έφταναν στη χώρα «από το χιόνι», όπως έλεγε στην ταινία του ο Γκορίτσας, από τις χώρες δηλαδή του καταρρέοντος τότε υπαρκτού σοσιαλισμού.
Εκείνοι έρχονταν για να μείνουν. Το ελληνικό κράτος μπορεί να μην είχε οργανωμένους μηχανισμούς πολιτισμικής ενσωμάτωσης. Τον ρόλο της ενσωμάτωσης αναλάμβαναν το τραγούδι, το ποδόσφαιρο, η παραοικονομία.
Με ανισότητες, με αδικίες δίχως άλλο. Αλλά και με μια αναπάντεχη αποτελεσματικότητα, όπου μια βαθιά ριζωμένη ζεστασιά του ρωμαίικου έπαιξε τον θετικό της ρόλο.
Ετσι, πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έμαθαν, κάποιοι άπταιστα, τη γλώσσα, τα χούγια μας, ενσωματώθηκαν στην κοινωνία μας, τόσο που πολλοί, τώρα που πέσαμε στα όλο και πιο ζόρικα, δεν το παίρνουν απόφαση να φύγουν.
Το νέο, πολύ πιο μεγάλο κύμα μεταναστών που έφτασε και φτάνει υπό ακόμη πιο δραματικές συνθήκες στη χώρα μας δεν τη βλέπει ως έναν μόνιμο αλλά ως έναν πρόσκαιρο προορισμό. Χώρα-τράνζιτ.
Δεν υποτιμά καθόλου την ανθρωπιά που δείχνουν τόσοι συμπατριώτες μας στα νησιά μας, που απέκτησαν τον βλακώδη, τον παραμορφωτικό τίτλο των χοτ σποτς, είτε στα αστικά κέντρα όπου τα θαλασσοδαρμένα καραβάνια καταλήγουν στη συνέχεια.
Αλλά σε κάθε περίπτωση τους βλέπαμε και εμείς σαν περαστικούς. Δεν κάναμε σχέδια για το πώς θα συμβιώσουμε για δεκαετίες, αν όχι και για πάντα.
Τώρα, με τα παζάρια των πολιτικών, τις δηλώσεις και τα μισόλογα που είναι πιο εύγλωττα από τις δηλώσεις, μαθαίνουμε ότι τα καραβάνια αυτά θα παραμείνουν φυλακισμένα πίσω από τα σύνορα που κλείνουν τον δρόμο τους προς το ευρωπαϊκό όνειρο.
Ηρθαν λοιπόν για να μείνουν κι ας μην το θέλουν. Με αυτούς που πολλοί -είτε οι πιο πολλοί- δεν ζηλεύουν τη ζωή μας, την οικονομία μας, την κουλτούρα μας, που δυστροπούν ίσως στο να μάθουν μια γλώσσα χωρίς ευρύτερη ανταλλακτική αξία, πρέπει να βρούμε, να εφεύρουμε μια καινούρια γλώσσα διαλόγου, που θα κάνει τον υποχρεωτικά κοινό μας βίο βιώσιμο και όχι αβίωτο. Ερμαιο εσαεί στις διαθέσεις νομότυπων και παράτυπων διακινητών.
Πρέπει με άλλα λόγια να δούμε αυτό που νομίζαμε στιγμιαίο με μια προοπτική. Να σχεδιάσουμε την ανεμοδαρμένη κατοικία μας βρίσκοντας δωμάτια και για τους νέους αναπάντεχους νοικάρηδες. Αλλά πώς; Στη χώρα που είχαμε νομίσει πως είναι κέντρο διερχομένων-απερχομένων, αυτοί που τώρα μοιάζουμε πιο πολύ τράνζιτ, περαστικοί, είμαστε εμείς οι ίδιοι.
«Είμαστε, δεν είμαστε, τίποτε δεν είμαστε» τραγουδούσε με φαινομενική ανεμελιά και μόλις συγκαλυμμένη περηφάνια ο Σαββόπουλος. Τώρα αυτό το «τίποτα δεν είμαστε» θα μπορούσε εύκολα να πάρει πολύ πιο σκοτεινές αποχρώσεις.
Αλλά αν δεχτούμε, αν καταφέρουν εκείνοι που παίζουν στα ζάρια τις ζωές μας να μας πείσουν οριστικά πως δεν είμαστε παρά περαστικοί στον ίδιο τον τόπο μας, μέσα στην αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα, περαστικοί από μια ζωή που δεν είναι εύκολο να είναι δική μας, τότε κανένας σχεδιασμός, καμία προοπτική δεν θα μπορέσουν να σταθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου