Προσωπογραφία του Νικολάου Μάντζαρου με την υπογραφή του Σπυρίδωνος Προσαλέντη
Κώστας Καρδάμης
Ωστόσο πέρασαν τέσσερα χρόνια ώσπου οι γονείς του, βλέποντας την ιδιαίτερη αγάπη του γιου τους για τη μουσική, να αποταθούν σε ειδήμονες εγνωσμένου κύρους για τη συγκροτημένη συνέχιση των μαθημάτων του. Και παρότι η υποστήριξη της μητέρας του ήταν εξαρχής δεδομένη και σταθερή, φαίνεται πως ο πατέρας του είχε κάποιους δισταγμούς. Αρχικά θεώρησε πιθανώς το σχετικό ενδιαφέρον του μοναδικού γιου του ιδιαιτερότητα της ηλικίας, μια φυσιολογική έλξη ενός παιδιού στον πρωτόγνωρο χώρο των ήχων. Εν τούτοις η διεύρυνση της μουσικής εκπαίδευσής του πρέπει να προβλημάτισε τον κερκυραίο νομικό, αφού πέραν του ότι επρόκειτο για σεβαστό έξοδο θεωρούσε πως ίσως απομάκρυνε τον νεαρό Νικόλαο από ενασχολήσεις οι οποίες θα ήταν κατά τη γνώμη του περισσότερο χρήσιμες για το μέλλον του, αφού τον προόριζε να λάβει πανεπιστημιακή μόρφωση και να ακολουθήσει την ιατρική επιστήμη...
Παρ' όλα αυτά ο μικρός Νικόλαος άρχισε τις συγκροτημένες μουσικές σπουδές του πλάι στους καλύτερους δασκάλους τους οποίους διέθετε η Κέρκυρα στις αρχές του 19ου αιώνα. Ωστόσο ακολουθώντας την ταξική και κοινωνική νοοτροπία της εποχής ούτε η οικογένειά του ούτε ο ίδιος - ο οποίος ως το τέλος της ζωής του δήλωνε κτηματίας - θεώρησαν ποτέ την ενασχόλησή του με τη μουσική επαγγελματική-βιοποριστική. Η μουσική έπαιζε αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη ζωή των κερκυραίων αστών, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν σήμαινε ότι η προοπτική επαγγελματικής ενασχόλησης με αυτήν θεωρούνταν από τους εύπορους Επτανήσιους η ενδεδειγμένη για έναν εκπρόσωπο της τάξης τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το 1850 ένας μεταγενέστερος του Μάντζαρου επτανήσιος συνθέτης επίσης αριστοκρατικής καταγωγής, ο Παύλος Καρρέρ, ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να ακολουθήσει καριέρα μουσικού, και μάλιστα σε μια εποχή όπου πολλές παρωχημένες αντιλήψεις περί μουσικής είχαν αρχίσει να αλλάζουν ριζικά στον επτανησιακό χώρο, αντιμετώπισε την αντίδραση του οικογενειακού κύκλου του...
Παρ' όλο που μετά τον θάνατό του ταυτίστηκε αποκλειστικά με την σύνθεση του Εθνικού Υμνου της Ελλάδας, ο Μάντζαρος υπήρξε μια προσωπικότητα των Επτανήσων του 19ου αιώνα με ποικίλα δημιουργικά, εκπαιδευτικά και μουσικοαισθητικά ενδιαφέροντα, ο οποίος παράλληλα, ως μέλος της τοπικής αριστοκρατίας, συμμετείχε και στη διαχείριση της εξουσίας κατά την περίοδο της Βρετανικής Προστασίας, αφουγκραζόμενος πάντοτε τα κοινωνικά αιτήματα του καιρού του. Επιπλέον, επισημαίνει ο Κώστας Καρδάμης, «ολοένα αναδεικνύεται σε μέχρι προσφάτως λανθάνοντα συνδετικό κρίκο μεταξύ επτανησιακών μορφών, συχνά αντιθετικών μεταξύ τους, όπως είναι ο Πέτρος Βράιλας-Αρμένης, ο Γεώργιος Μαρκοράς, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο αρμοστής Φρέντερικ Ανταμ, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Φραγκίσκος Δομενεγίνης ή ο Αντώνιος Δάνδολος». Ο συγγραφέας προσθέτει πως το πολυεπίπεδο των δραστηριοτήτων του Μάντζαρου υπογράμμισε την επαύριον του θανάτου του ο μαθητής και στενός συνεργάτης του Δομένικος Παδοβάς. Παρ' όλα αυτά οι ατραποί στις οποίες εισήλθε η ελληνική μουσική ζωή ειδικά από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι εθνικές περιπέτειες της ίδιας περιόδου και η αποτυχία κατανόησης του μαντζαρικού έργου υπήρξαν παράγοντες που ταύτισαν τον συνθέτη, άδικα και μονοδιάστατα, με τον Εθνικό Υμνο.
Μέσα από αυτό το πρίσμα λοιπόν ένας πιθανός υπότιτλος του βιβλίου θα ήταν «Ο Μάντζαρος χωρίς τον Σολωμό», μια και η αναφορά στη σχέση του μουσουργού με τον ποιητή είναι δυσανάλογα μικρή συγκρινόμενη με τις ως τώρα προσεγγίσεις. Αυτό όμως, εξηγεί ο συγγραφέας, δεν σχετίζεται με κάποια προσπάθεια υποβάθμισης της σημασίας της συνεργασίας τους αλλά με το ότι η νεότερη έρευνα προσέφερε τη δυνατότητα ανακάλυψης πολλών πτυχών της ζωής και της δραστηριότητας του Μάντζαρου, οι οποίες δεν είχαν αναδειχθεί εξαιτίας της αποκλειστικής σύνδεσής του με τον Σολωμό...
Στο πλαίσιο αυτό, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να περιηγηθεί στην κορφιάτικη πολιτική, κοινωνική αλλά πρωτίστως πολιτιστική πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα έχει την ευκαιρία να μάθει για τις εύθραυστες ισορροπίες του δημόσιου βίου - στον οποίο εμπλέκονταν ποικιλοτρόπως τόσο ο συνθέτης όσο και η οικογένειά του - αλλά και να πληροφορηθεί για το έργο του Μάντζαρου στην ολότητά του.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σκιαγραφούνται προσωπικότητες όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Πέτρος Βράιλας-Αρμένης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Πέτρος Κουαρτάνος και άλλοι, όπως άλλωστε και οι διοικητές των Ιονίων Νήσων επί Βρετανικής Προστασίας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί όλη εκείνη την περίοδο κατά την οποία συντελείται η Ενωση με την Ελλάδα, με την εξιστόρηση να κινείται παράλληλα με τη ζωή του συνθέτη. Φυσικά έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και τη δημιουργική του πορεία και τις ικανότητές του οι οποίες τον κατέστησαν γνωστό όχι μόνο στην περιοχή των Ιονίων Νήσων και στην ηπειρωτική Ελλάδα της εποχής αλλά και σε ολόκληρη την Ιταλία...
Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός (και δη χωρίς να δέχεται αμοιβές), διαμορφωτής μουσικοεκπαιδευτικών δομών, άοκνος παρατηρητής, σύμβουλος και εργάτης των πολιτιστικών οργανισμών της Κέρκυρας ήταν μερικές μόνο από τις ιδιότητες του Μάντζαρου. Ωστόσο, επισημαίνει ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, η ταυτότητα του συνθέτη η οποία προβάλλει ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι εκείνη η οποία περιλαμβάνει τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις σε σχέση με τη μουσική και γενικότερα την τέχνη. Μέσα από το βιβλίο γίνονται κατανοητά το βάθος και το εύρος της σκέψης του, τα φιλοσοφικά του ερείσματα και οι πνευματικές του πεποιθήσεις. Καθώς ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τον ψυχισμό του Μάντζαρου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το πόσο σημαντικός ήταν τελικά αυτός ο Κερκυραίος...
Ωστόσο ο 40χρονος τότε Κερκυραίος δεν θέλησε να εκμεταλλευθεί τη φήμη του αλλά προτίμησε να υποστηρίξει τη μουσική πρόοδο του τόπου του μέσω της διδασκαλίας και ταυτόχρονα να προσεγγίζει τη μουσική δημιουργία με τον δικό του ιδιαίτερο, εσωτερικό τρόπο μέσα από το ήρεμο - καίτοι περιφερειακό, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας - περιβάλλον της Κέρκυρας. Ολα αυτά όμως χωρίς να παύει να παρακολουθεί τις εξελίξεις... Στο σημείο αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξής παρατήρηση: παρότι υπάρχει η πεποίθηση πως η ναπολιτάνικη τεχνοτροπία ολοκλήρωσε τον κύκλο της με τον - έστω συντηρητικό και συμβατικό κατά πολλούς - συνθέτη Zingarelli (1752-1837), φαίνεται ότι ως έναν βαθμό συνέχισε να εξελίσσεται στην Κέρκυρα μέσα από τη διδασκαλία του Μάντζαρου. Αυτή η υπόθεση εργασίας, συνεχίζει ο Κώστας Καρδάμης, η οποία εν μέρει δικαιολογεί και την προαναφερθείσα διά του Τύπου αναφορά στον κερκυραίο μουσουργό, απαιτεί βεβαίως ιδιαίτερη μελέτη...
Ενδιαφέρουσα είναι εξάλλου η αναφορά στη μαθητεία ιταλών επαγγελματιών μουσικών στο πλευρό του Μάντζαρου, οι οποίοι, παρότι είχαν κάνει σημαντικές σπουδές στην πατρίδα τους, ευρισκόμενοι στην Κέρκυρα δεν έχαναν ευκαιρία να τελειοποιηθούν κοντά του. Οι μέχρι στιγμής γνωστοί ιταλοί μαθητές του Μάντζαρου δεν είναι καθόλου λίγοι. «Ο συνθέτης Giuseppe Persiani [...] αποτελεί ίσως τον πρωιμότερο από αυτούς, αλλά σίγουρα όχι τον μοναδικό» αναφέρει ο συγγραφέας. «Ανάμεσα στους επαγγελματίες μουσικούς που αναζήτησαν εμβάθυνση στην "επιστήμη της μουσικής" μέσω των μαντζαρικών διδαχών ήταν ο βιολονίστας, μαθητής του εξέχοντος μουσικοθεωρητικού Stanislao Mattei και γνωστός στην Ιταλία οπερατικός μουσικός διευθυντής Giulio Cesare Ferrarini, ο Rafffaele Parisini [...], ο βιολονίστας και αρχιμουσικός Antonio Crescentini καθώς και ο Cesare Orlandini».
Επιπροσθέτως, στους μη επτανήσιους μαθητές του κερκυραίου μουσουργού περιλαμβάνονται πλειάδα ιταλών αρχιμουσικών της εκάστοτε βρετανικής φρουράς της Κέρκυρας και απλοί μουσικοί του κερκυραϊκού θεάτρου. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και διάφοροι μη επαγγελματίες μουσικοί, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν για τη γνώση της μουσικής επιστήμης. Πέρα από τον Paolo Costa, μαθητές και συνομιλητές του Μάντζαρου υπήρξαν ο φιλόσοφος και φυσικός Francesco Orioli, ο αυστριακός πρόξενος Wilhelm Mayersbach, ο λόγιος και σπιτονοικοκύρης του Σολωμού Flaminio Lolli, ο μαθηματικός και χημικός Giuseppe Leonelli, καθώς και διάφοροι καθηγητές της Ιονίου Ακαδημίας.«Παρόμοιας σημασίας» γράφει ο Καρδάμης «είναι και οι αναφορές ότι ιταλοί συνθέτες έστελναν έργα τους στον Μάντζαρο ζητώντας τη γνώμη του ή απλώς εξέφραζαν τα φιλικά αισθήματά τους προς τον Κερκυραίο μουσουργό. Σχετική με τα παραπάνω και η ευκολία με την οποία εντόπισε ο Μάντζαρος τη βάση της μάλλον ανούσιας διαμάχης περί "μελοκλοπής" μεταξύ του Pacini και του Verdi περί το 1859».
Ωστόσο κορυφαία θέση σε τοπικό επίπεδο και με ιδιαίτερη σημασία για τον επτανησιακό και ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της ωριμότητας του κερκυραίου μουσουργού είχε η ισόβια ανάληψη από αυτόν τον Απρίλιο του 1841 της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας. Χώρος προβολής της πολυεπίπεδης εθνικής αφύπνισης της περιόδου, είχε διπλή κατεύθυνση - μουσικό εκπαιδευτήριο και συναυλιακός οργανισμός - και κατέστη για τον συνθέτη ο κατ' εξοχήν χώρος οργανωμένης και στοχευμένης προσφοράς και διάδοσης της μουσικής παιδείας, ιδιαίτερα προς τις μη προνομιούχες τάξεις της κερκυραϊκής κοινωνίας.
Nικόλαος Χαλικιόπουλος ΜάντζαροςΕκδόσεις Fagotto books,
σελ. 444, τιμή 28 ευρώ
Κέρκυρα, 1803. Ο οκτάχρονος Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, γόνος οικογένειας αρχοντικής, μοναχογιός τουΙάκωβου και της Ρεγγίνας Βικτωρίας το γένος Turini, αποκτά την πρώτη του επαφή με τη μουσική. «Μέντοράς» του η μητέρα του, της οποίας η σχέση με την τέχνη των ήχων πρέπει να ήταν εκείνη της μεγαλοαστής κόρης της εποχής. Η Ρεγγίνα Μάντζαρου θεωρούνταν άρτια καταρτισμένη πνευματικά και καλλιτεχνικά, και επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από τις πηγές, «και την μουσικήν εγνώριζε και ποιήτρια ήτο». Παράλληλα, η καταγωγή της οικογένειας Turini από τη Ζάρα της Δαλματίας, πόλη επίσης υπό βενετικό έλεγχο ως το 1797, αποτελούσε «ομογενοποιητικό παράγοντα» και στο επίπεδο αυτό, αφού η πόλη αυτή είχε μουσική ζωή αντίστοιχη με εκείνη της Κέρκυρας. Οι διδαχές της λοιπόν«στην θεωρίαν και το πιάνο» έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του γιου της, αφού από νωρίς το ενδιαφέρον που έδειξε ήταν τέτοιο ώστε να τον αποκόψει από τα παιχνίδια και τις παρέες της ηλικίας του...
σελ. 444, τιμή 28 ευρώ
Κέρκυρα, 1803. Ο οκτάχρονος Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, γόνος οικογένειας αρχοντικής, μοναχογιός τουΙάκωβου και της Ρεγγίνας Βικτωρίας το γένος Turini, αποκτά την πρώτη του επαφή με τη μουσική. «Μέντοράς» του η μητέρα του, της οποίας η σχέση με την τέχνη των ήχων πρέπει να ήταν εκείνη της μεγαλοαστής κόρης της εποχής. Η Ρεγγίνα Μάντζαρου θεωρούνταν άρτια καταρτισμένη πνευματικά και καλλιτεχνικά, και επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από τις πηγές, «και την μουσικήν εγνώριζε και ποιήτρια ήτο». Παράλληλα, η καταγωγή της οικογένειας Turini από τη Ζάρα της Δαλματίας, πόλη επίσης υπό βενετικό έλεγχο ως το 1797, αποτελούσε «ομογενοποιητικό παράγοντα» και στο επίπεδο αυτό, αφού η πόλη αυτή είχε μουσική ζωή αντίστοιχη με εκείνη της Κέρκυρας. Οι διδαχές της λοιπόν«στην θεωρίαν και το πιάνο» έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του γιου της, αφού από νωρίς το ενδιαφέρον που έδειξε ήταν τέτοιο ώστε να τον αποκόψει από τα παιχνίδια και τις παρέες της ηλικίας του...
Ωστόσο πέρασαν τέσσερα χρόνια ώσπου οι γονείς του, βλέποντας την ιδιαίτερη αγάπη του γιου τους για τη μουσική, να αποταθούν σε ειδήμονες εγνωσμένου κύρους για τη συγκροτημένη συνέχιση των μαθημάτων του. Και παρότι η υποστήριξη της μητέρας του ήταν εξαρχής δεδομένη και σταθερή, φαίνεται πως ο πατέρας του είχε κάποιους δισταγμούς. Αρχικά θεώρησε πιθανώς το σχετικό ενδιαφέρον του μοναδικού γιου του ιδιαιτερότητα της ηλικίας, μια φυσιολογική έλξη ενός παιδιού στον πρωτόγνωρο χώρο των ήχων. Εν τούτοις η διεύρυνση της μουσικής εκπαίδευσής του πρέπει να προβλημάτισε τον κερκυραίο νομικό, αφού πέραν του ότι επρόκειτο για σεβαστό έξοδο θεωρούσε πως ίσως απομάκρυνε τον νεαρό Νικόλαο από ενασχολήσεις οι οποίες θα ήταν κατά τη γνώμη του περισσότερο χρήσιμες για το μέλλον του, αφού τον προόριζε να λάβει πανεπιστημιακή μόρφωση και να ακολουθήσει την ιατρική επιστήμη...
Παρ' όλα αυτά ο μικρός Νικόλαος άρχισε τις συγκροτημένες μουσικές σπουδές του πλάι στους καλύτερους δασκάλους τους οποίους διέθετε η Κέρκυρα στις αρχές του 19ου αιώνα. Ωστόσο ακολουθώντας την ταξική και κοινωνική νοοτροπία της εποχής ούτε η οικογένειά του ούτε ο ίδιος - ο οποίος ως το τέλος της ζωής του δήλωνε κτηματίας - θεώρησαν ποτέ την ενασχόλησή του με τη μουσική επαγγελματική-βιοποριστική. Η μουσική έπαιζε αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στη ζωή των κερκυραίων αστών, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν σήμαινε ότι η προοπτική επαγγελματικής ενασχόλησης με αυτήν θεωρούνταν από τους εύπορους Επτανήσιους η ενδεδειγμένη για έναν εκπρόσωπο της τάξης τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το 1850 ένας μεταγενέστερος του Μάντζαρου επτανήσιος συνθέτης επίσης αριστοκρατικής καταγωγής, ο Παύλος Καρρέρ, ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να ακολουθήσει καριέρα μουσικού, και μάλιστα σε μια εποχή όπου πολλές παρωχημένες αντιλήψεις περί μουσικής είχαν αρχίσει να αλλάζουν ριζικά στον επτανησιακό χώρο, αντιμετώπισε την αντίδραση του οικογενειακού κύκλου του...
Προσωπικότητα καταλυτικής σημασίας
Στον Νικόλαο Χαλικιόπουλο Μάντζαρο, τον πατέρα της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής και συνθέτη του εθνικού μας ύμνου, είναι αφιερωμένος ο δεύτερος τόμος της σειράς «Βιογραφίες Ελλήνων Συνθετών» των εκδόσεων Fagotto. Προσωπικότητα καταλυτικής σημασίας για τα μουσικά πράγματα, μέσω όχι μόνο του συνθετικού του έργου αλλά και των παιδαγωγικών του αναζητήσεων καθώς και της δραστηριότητάς του ως σημαίνοντος μέλους της κερκυραϊκής κοινωνίας, εν προκειμένω βιογραφείται από τον μουσικολόγο και επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου Κώστα Καρδάμη. Οπως επισημαίνει στην εισαγωγή του βιβλίου, ο συγγραφέας διατηρεί μια βιωματική σχέση με τον συνθέτη, καθώς, όπως κάθε κερκυραίος μουσικός ή φιλόμουσος, έμαθε το όνομα του Μάντζαρου προτού καν αρχίσει μαθήματα μουσικής και άκουσε για πρώτη φορά συνθέσεις του στις συναυλίες των κερκυραϊκών μπαντιστικών μουσικών συνόλων. Στο πέρασμα του χρόνου η σχέση γινόταν εντονότερη ενώ γεννούσε παράλληλα μια σειρά από ερωτήματα: Πέρα από δύο εισαγωγές σε μεταγενέστερη μπαντιστική μεταγραφή, τον ελληνικό εθνικό ύμνο και κάποια τραγούδια, «έργα που σχεδόν βασανιστικά επαναλαμβάνονταν στα μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά κερκυραϊκά ρεπερτόρια», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Καρδάμης, είχε ο Μάντζαρος συνθέσει κάτι άλλο; Η στερεότυπα επαναλαμβανόμενη αναφορά στο σπουδαίας σημασίας έργο του περιοριζόταν μόνο στα παραπάνω; Η συνήθης προβολή της σύνθεσης του εθνικού μας ύμνου μήπως τελικά έκρυβε την αμηχανία και την άγνοια σχετικά με τη δράση του συνθέτη ή τελικά επιχειρούσε να διογκώσει τη σημασία ενός έργου και μιας προσωπικότητας που δεν είχε να επιδείξει κάτι περισσότερο από αυτό; Πριν από την εμφάνιση του Διονυσίου Σολωμού ο Μάντζαρος είχε κάποια δραστηριότητα αλλά και μετά τη συνάντησή τους ο κερκυραίος συνθέτης ασχολήθηκε αποκλειστικά με το έργο του ζακύνθιου ποιητή; «Ο Τύπος και οι κατά καιρούς εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα, μια κι επαναλάμβαναν τη διαδεδομένη και επιφανειακή, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, εικόνα του Μάντζαρου»σημειώνει ο συγγραφέας. «Οι παραπάνω σκέψεις» προσθέτει «μοιρασμένες μεταξύ βιώματος και περιέργειας, αποδείχτηκαν τελικά απλοϊκές απαρχές μιας αναζήτησης, η οποία συνεχίζεται συναρπαστικά μέχρι αυτή τη στιγμή...».
Παρ' όλο που μετά τον θάνατό του ταυτίστηκε αποκλειστικά με την σύνθεση του Εθνικού Υμνου της Ελλάδας, ο Μάντζαρος υπήρξε μια προσωπικότητα των Επτανήσων του 19ου αιώνα με ποικίλα δημιουργικά, εκπαιδευτικά και μουσικοαισθητικά ενδιαφέροντα, ο οποίος παράλληλα, ως μέλος της τοπικής αριστοκρατίας, συμμετείχε και στη διαχείριση της εξουσίας κατά την περίοδο της Βρετανικής Προστασίας, αφουγκραζόμενος πάντοτε τα κοινωνικά αιτήματα του καιρού του. Επιπλέον, επισημαίνει ο Κώστας Καρδάμης, «ολοένα αναδεικνύεται σε μέχρι προσφάτως λανθάνοντα συνδετικό κρίκο μεταξύ επτανησιακών μορφών, συχνά αντιθετικών μεταξύ τους, όπως είναι ο Πέτρος Βράιλας-Αρμένης, ο Γεώργιος Μαρκοράς, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο αρμοστής Φρέντερικ Ανταμ, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Φραγκίσκος Δομενεγίνης ή ο Αντώνιος Δάνδολος». Ο συγγραφέας προσθέτει πως το πολυεπίπεδο των δραστηριοτήτων του Μάντζαρου υπογράμμισε την επαύριον του θανάτου του ο μαθητής και στενός συνεργάτης του Δομένικος Παδοβάς. Παρ' όλα αυτά οι ατραποί στις οποίες εισήλθε η ελληνική μουσική ζωή ειδικά από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι εθνικές περιπέτειες της ίδιας περιόδου και η αποτυχία κατανόησης του μαντζαρικού έργου υπήρξαν παράγοντες που ταύτισαν τον συνθέτη, άδικα και μονοδιάστατα, με τον Εθνικό Υμνο.
Μέσα από αυτό το πρίσμα λοιπόν ένας πιθανός υπότιτλος του βιβλίου θα ήταν «Ο Μάντζαρος χωρίς τον Σολωμό», μια και η αναφορά στη σχέση του μουσουργού με τον ποιητή είναι δυσανάλογα μικρή συγκρινόμενη με τις ως τώρα προσεγγίσεις. Αυτό όμως, εξηγεί ο συγγραφέας, δεν σχετίζεται με κάποια προσπάθεια υποβάθμισης της σημασίας της συνεργασίας τους αλλά με το ότι η νεότερη έρευνα προσέφερε τη δυνατότητα ανακάλυψης πολλών πτυχών της ζωής και της δραστηριότητας του Μάντζαρου, οι οποίες δεν είχαν αναδειχθεί εξαιτίας της αποκλειστικής σύνδεσής του με τον Σολωμό...
Εύθραυστες ισορροπίες
Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, διευθυντής της σειράς «Βιογραφίες Ελλήνων Συνθετών», η συγκεκριμένη βιογραφία, όπως και η προηγούμενη (του Παύλου Καρρέρ από την Αύρα Ξεπαπαδάκου), δεν έχει ως σκοπό να διαβαστεί μόνο από τους ειδήμονες. Ο λόγος, εξηγεί, είναι προφανής: Οι συνθέτες δεν είναι άνθρωποι αποκομμένοι από την κοινωνία και από τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Είναι άνθρωποι που συνδιαμορφώνουν τη μουσική πραγματικότητα αλλά και την εν γένει καλλιτεχνική, πολλές φορές δε συνδιαμορφώνουν και συμπαρασύρουν ολόκληρες δομές του κοινωνικού ιστού.
Στο πλαίσιο αυτό, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να περιηγηθεί στην κορφιάτικη πολιτική, κοινωνική αλλά πρωτίστως πολιτιστική πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα έχει την ευκαιρία να μάθει για τις εύθραυστες ισορροπίες του δημόσιου βίου - στον οποίο εμπλέκονταν ποικιλοτρόπως τόσο ο συνθέτης όσο και η οικογένειά του - αλλά και να πληροφορηθεί για το έργο του Μάντζαρου στην ολότητά του.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σκιαγραφούνται προσωπικότητες όπως ο Διονύσιος Σολωμός, ο Πέτρος Βράιλας-Αρμένης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Πέτρος Κουαρτάνος και άλλοι, όπως άλλωστε και οι διοικητές των Ιονίων Νήσων επί Βρετανικής Προστασίας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί όλη εκείνη την περίοδο κατά την οποία συντελείται η Ενωση με την Ελλάδα, με την εξιστόρηση να κινείται παράλληλα με τη ζωή του συνθέτη. Φυσικά έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και τη δημιουργική του πορεία και τις ικανότητές του οι οποίες τον κατέστησαν γνωστό όχι μόνο στην περιοχή των Ιονίων Νήσων και στην ηπειρωτική Ελλάδα της εποχής αλλά και σε ολόκληρη την Ιταλία...
Συνθέτης, μουσικοπαιδαγωγός (και δη χωρίς να δέχεται αμοιβές), διαμορφωτής μουσικοεκπαιδευτικών δομών, άοκνος παρατηρητής, σύμβουλος και εργάτης των πολιτιστικών οργανισμών της Κέρκυρας ήταν μερικές μόνο από τις ιδιότητες του Μάντζαρου. Ωστόσο, επισημαίνει ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, η ταυτότητα του συνθέτη η οποία προβάλλει ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι εκείνη η οποία περιλαμβάνει τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις σε σχέση με τη μουσική και γενικότερα την τέχνη. Μέσα από το βιβλίο γίνονται κατανοητά το βάθος και το εύρος της σκέψης του, τα φιλοσοφικά του ερείσματα και οι πνευματικές του πεποιθήσεις. Καθώς ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τον ψυχισμό του Μάντζαρου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το πόσο σημαντικός ήταν τελικά αυτός ο Κερκυραίος...
Κτηματίας και μελοποιός dilettante
«Το 1836 η περίφημη "Allgemeine Musikalische Zeitung" δημοσίευσε τις μουσικές εντυπώσεις του γερμανού μουσικολόγου, εκδότη κι ερευνητή ιερέα Karl Proske (1794-1861) από ένα ερευνητικό ταξίδι του στην Ιταλία, το οποίο είχε πραγματοποιηθεί δύο χρόνια νωρίτερα και είχε στο επίκεντρό του την εκκλησιαστική μουσική» αναφέρει χαρακτηριστικά στο κεφάλαιο «Μάντζαρος Χαλικιόπουλος Νικόλαος: κτηματίας και μελοποιός dilettante / Τα χρόνια της ωριμότητας» ο Κώστας Καρδάμης. «Αναφερόμενο το άρθρο στους σημαντικότερους ζώντες εκπροσώπους της κλασικής ιταλικής μουσικής τεχνοτροπίας, ανάμεσα στα ονόματα του Giovanni Simone Mayr, του Giuseppe Baini ή του Zingarelliβρισκόταν εκπροσωπώντας τη Νάπολη και ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, με διαφορά ο νεώτερος από τους παραπάνω αναγνωρισμένους συνθέτες και παιδαγωγούς». Η διάκριση αυτή του κερκυραίου μουσουργού και η προβολή του στον ευρωπαϊκό μουσικό Τύπο δεν είναι ξεκάθαρο αν οφείλονται στην κοινή αποδοχή του από τους ιταλικούς μουσικούς κύκλους ή αν προέρχονται από την εκτίμηση προς το πρόσωπό του από τον παλαίμαχο Zingarelli. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι ξεκάθαρο ότι το όνομα του Μάντζαρου, δέκα χρόνια μετά την επιστροφή του από την Ιταλία και την ώρα που του προσφερόταν η διεύθυνση του ναπολιτάνικου Ωδείου, ήταν γνωστό στην ιταλική μουσική ζωή και αποτελούσε σημείο αναφοράς στην ποικιλόμορφη μουσική δραστηριότητά της.
«Το 1836 η περίφημη "Allgemeine Musikalische Zeitung" δημοσίευσε τις μουσικές εντυπώσεις του γερμανού μουσικολόγου, εκδότη κι ερευνητή ιερέα Karl Proske (1794-1861) από ένα ερευνητικό ταξίδι του στην Ιταλία, το οποίο είχε πραγματοποιηθεί δύο χρόνια νωρίτερα και είχε στο επίκεντρό του την εκκλησιαστική μουσική» αναφέρει χαρακτηριστικά στο κεφάλαιο «Μάντζαρος Χαλικιόπουλος Νικόλαος: κτηματίας και μελοποιός dilettante / Τα χρόνια της ωριμότητας» ο Κώστας Καρδάμης. «Αναφερόμενο το άρθρο στους σημαντικότερους ζώντες εκπροσώπους της κλασικής ιταλικής μουσικής τεχνοτροπίας, ανάμεσα στα ονόματα του Giovanni Simone Mayr, του Giuseppe Baini ή του Zingarelliβρισκόταν εκπροσωπώντας τη Νάπολη και ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος, με διαφορά ο νεώτερος από τους παραπάνω αναγνωρισμένους συνθέτες και παιδαγωγούς». Η διάκριση αυτή του κερκυραίου μουσουργού και η προβολή του στον ευρωπαϊκό μουσικό Τύπο δεν είναι ξεκάθαρο αν οφείλονται στην κοινή αποδοχή του από τους ιταλικούς μουσικούς κύκλους ή αν προέρχονται από την εκτίμηση προς το πρόσωπό του από τον παλαίμαχο Zingarelli. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι ξεκάθαρο ότι το όνομα του Μάντζαρου, δέκα χρόνια μετά την επιστροφή του από την Ιταλία και την ώρα που του προσφερόταν η διεύθυνση του ναπολιτάνικου Ωδείου, ήταν γνωστό στην ιταλική μουσική ζωή και αποτελούσε σημείο αναφοράς στην ποικιλόμορφη μουσική δραστηριότητά της.
Ωστόσο ο 40χρονος τότε Κερκυραίος δεν θέλησε να εκμεταλλευθεί τη φήμη του αλλά προτίμησε να υποστηρίξει τη μουσική πρόοδο του τόπου του μέσω της διδασκαλίας και ταυτόχρονα να προσεγγίζει τη μουσική δημιουργία με τον δικό του ιδιαίτερο, εσωτερικό τρόπο μέσα από το ήρεμο - καίτοι περιφερειακό, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας - περιβάλλον της Κέρκυρας. Ολα αυτά όμως χωρίς να παύει να παρακολουθεί τις εξελίξεις... Στο σημείο αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξής παρατήρηση: παρότι υπάρχει η πεποίθηση πως η ναπολιτάνικη τεχνοτροπία ολοκλήρωσε τον κύκλο της με τον - έστω συντηρητικό και συμβατικό κατά πολλούς - συνθέτη Zingarelli (1752-1837), φαίνεται ότι ως έναν βαθμό συνέχισε να εξελίσσεται στην Κέρκυρα μέσα από τη διδασκαλία του Μάντζαρου. Αυτή η υπόθεση εργασίας, συνεχίζει ο Κώστας Καρδάμης, η οποία εν μέρει δικαιολογεί και την προαναφερθείσα διά του Τύπου αναφορά στον κερκυραίο μουσουργό, απαιτεί βεβαίως ιδιαίτερη μελέτη...
Ενδιαφέρουσα είναι εξάλλου η αναφορά στη μαθητεία ιταλών επαγγελματιών μουσικών στο πλευρό του Μάντζαρου, οι οποίοι, παρότι είχαν κάνει σημαντικές σπουδές στην πατρίδα τους, ευρισκόμενοι στην Κέρκυρα δεν έχαναν ευκαιρία να τελειοποιηθούν κοντά του. Οι μέχρι στιγμής γνωστοί ιταλοί μαθητές του Μάντζαρου δεν είναι καθόλου λίγοι. «Ο συνθέτης Giuseppe Persiani [...] αποτελεί ίσως τον πρωιμότερο από αυτούς, αλλά σίγουρα όχι τον μοναδικό» αναφέρει ο συγγραφέας. «Ανάμεσα στους επαγγελματίες μουσικούς που αναζήτησαν εμβάθυνση στην "επιστήμη της μουσικής" μέσω των μαντζαρικών διδαχών ήταν ο βιολονίστας, μαθητής του εξέχοντος μουσικοθεωρητικού Stanislao Mattei και γνωστός στην Ιταλία οπερατικός μουσικός διευθυντής Giulio Cesare Ferrarini, ο Rafffaele Parisini [...], ο βιολονίστας και αρχιμουσικός Antonio Crescentini καθώς και ο Cesare Orlandini».
Επιπροσθέτως, στους μη επτανήσιους μαθητές του κερκυραίου μουσουργού περιλαμβάνονται πλειάδα ιταλών αρχιμουσικών της εκάστοτε βρετανικής φρουράς της Κέρκυρας και απλοί μουσικοί του κερκυραϊκού θεάτρου. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν και διάφοροι μη επαγγελματίες μουσικοί, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν για τη γνώση της μουσικής επιστήμης. Πέρα από τον Paolo Costa, μαθητές και συνομιλητές του Μάντζαρου υπήρξαν ο φιλόσοφος και φυσικός Francesco Orioli, ο αυστριακός πρόξενος Wilhelm Mayersbach, ο λόγιος και σπιτονοικοκύρης του Σολωμού Flaminio Lolli, ο μαθηματικός και χημικός Giuseppe Leonelli, καθώς και διάφοροι καθηγητές της Ιονίου Ακαδημίας.«Παρόμοιας σημασίας» γράφει ο Καρδάμης «είναι και οι αναφορές ότι ιταλοί συνθέτες έστελναν έργα τους στον Μάντζαρο ζητώντας τη γνώμη του ή απλώς εξέφραζαν τα φιλικά αισθήματά τους προς τον Κερκυραίο μουσουργό. Σχετική με τα παραπάνω και η ευκολία με την οποία εντόπισε ο Μάντζαρος τη βάση της μάλλον ανούσιας διαμάχης περί "μελοκλοπής" μεταξύ του Pacini και του Verdi περί το 1859».
Ωστόσο κορυφαία θέση σε τοπικό επίπεδο και με ιδιαίτερη σημασία για τον επτανησιακό και ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της ωριμότητας του κερκυραίου μουσουργού είχε η ισόβια ανάληψη από αυτόν τον Απρίλιο του 1841 της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας. Χώρος προβολής της πολυεπίπεδης εθνικής αφύπνισης της περιόδου, είχε διπλή κατεύθυνση - μουσικό εκπαιδευτήριο και συναυλιακός οργανισμός - και κατέστη για τον συνθέτη ο κατ' εξοχήν χώρος οργανωμένης και στοχευμένης προσφοράς και διάδοσης της μουσικής παιδείας, ιδιαίτερα προς τις μη προνομιούχες τάξεις της κερκυραϊκής κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου