«Ίσως ο ηλεκτρονικός
πολιτισμός μας έχει την ικανότητα να γίνει ένα είδος μόνιμης ημέρας των νεκρών,
ένα Ψυχοσάββατο, όπου θα μάθουμε να ζούμε, ακόμα και να ερχόμαστε σε επαφή με
εκείνους που έχουν πεθάνει και με αυτό τον τρόπο να αναγνωρίζουμε τον βαθμό
στον οποίο είμαστε ήδη δεμένοι για πάντα μέσω των μέσων μας με εκείνους που δεν
ζουν».Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Άγγλος πανεπιστημιακός Charlie Gere κλείνει το κείμενό του, που συμπεριλαμβάνεται σε τόμο για τη θέση του λαϊκού
πολιτισμού στο διαδίκτυο που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο.
Με άλλα λόγια, το κείμενο θίγει ένα βασικό
άξονα στην οργάνωση των ανθρώπινων
κοινωνιών, τη σχέση δηλαδή της ζωής με τον θάνατο, των ζωντανών με τους
νεκρούς.Μόλο που η τεχνολογία της φωτογραφίας δημιούργησε τη φαντασματοποίηση, όπως ορίζεται από τον
Ντεριντά, τη διαδικασία δηλαδή επανάκτησης της μορφής του νεκρού μέσω της φωτογράφησής
του μέσα στο φέρετρο, γεγονός που αποτελούσε στοιχείο της οικογενειακής μνήμης
με τη συγκρότηση μιας γενεαλογίας προγόνων. Μόλο που ο κινηματογράφος ανάγει
αυτή τη σχέση σε τέχνη με πρωταγωνιστές ήρωες-φαντάσματα. Μόλο που η
γλυπτική στα νεκροταφεία έδωσε
αριστουργήματα που διατήρησαν τη μνήμη μιας αιώνιας νεότητας-προπάντων για
όσους πέθαναν νέοι-, στην προβιομηχανική
κοινωνία, την αποκαλούμε και παραδοσιακή
, βασική αρχή της κοσμολογίας της ήταν η δημιουργία προϋποθέσεων για τη λήθη
των νεκρών, για τη μετάβαση από τη μελαγχολία στο πένθος, όπως εύστοχα το
διατύπωσε ο Φρόιντ.
Οι σκέψεις αυτές προκλήθηκαν από τις διαστάσεις που έλαβε ο
θάνατος και η κηδεία νεαρού τραγουδιστή. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα θλιβερό
γεγονός, όταν πεθαίνουν νέοι άνθρωποι. Ο αιφνίδιος θάνατος πάντα συγκλονίζει.
Ωστόσο, δεν είναι αυτό το κρίσιμο σημείο
για τις διαστάσεις που έλαβε το θέμα. Ασφαλώς, η ηλικία έχει μερτικό. Το ίδιο
και το ότι ήταν ένα επιτυχημένο λαϊκό είδωλο, που αποτύπωνε τις κοινωνικές
αλλαγές αλλά και την αισθητική της νέο-ποπ κουλτούρας. Όμως, η ανάδειξη του
θανάτου και της κηδείας σε πάνδημο γεγονός δεν μπορεί να κατανοηθεί λαμβάνοντας
υπόψη μόνο αυτές τις επισημάνσεις. Είναι οι δυνατότητες της σύγχρονης
τηλεόρασης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που ανέδειξαν τον θάνατο του
λαϊκού τραγουδιστή σε δημόσιο γεγονός.
Στο παρελθόν οι κηδείες του Γιώργου
Παπανδρέου και του Γιώργου Σεφέρη έγιναν
το σύμβολο μιας χουντοκρατούμενης Ελλάδας. Τότε, η τεχνολογία περιοριζόταν στις
εφημερίδες που αναμετέδωσαν τη μαζική συμμετοχή των κατοίκων της Αττικής. Αργότερα,
οι κηδείες του Ανδρέα Παπανδρέου και της Μελίνας Μερκούρη είναι το πρώτο δείγμα
των αλλαγών που εξελίσσονται στην ελληνική κοινωνία. Οι κηδείες γίνονται
δημόσιο θέαμα και υπηρετούν τόσο την ιδεολογία του νέου πολιτικού καθεστώτος
της «αλλαγής» όσο και της «νεαράς» τηλεόρασης που βρίσκει ένα κατάλληλο γεγονός για να αυξήσει τα νούμερα της
θεαματικότητάς της προσφέροντας εικόνες θανάτου στους θεατές της. Πρόκειται για
ένα θέαμα με το οποίο οι πολίτες έχουν εξοικειωθεί από την έκθεση των νεκρών
στα σπίτια αλλά και από τη βιομηχανία του κινηματογράφου με θέμα φαντάσματα,
βρικόλακες. Προφανώς, η τάση των ανθρώπων να συγκινούνται από τέτοιες δημόσιες τελετές εμπεριέχει και το
αίσθημα του διαχωρισμού τους από των κόσμο των νεκρών. Δεν είναι τυχαίο πως η
θλίψη και η ιλαρότητα με την ανεκδοτολογία συνυπάρχουν στην έκθεση των νεκρών.
Όλα αυτά υπάρχουν και στο πρόσφατο
γεγονός του θανάτου του νεαρού τραγουδιστή. Όμως, είναι εμφανής και η διόγκωση
του ρόλου των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί
αφιέρωσαν σχεδόν το μισό χρόνο από τα δελτία τους με παντός είδους ρεπορτάζ
αλλά και με απευθείας μετάδοση της κηδείας που διανθίστηκε με δακρύρροια. Οι
νεκροί, λοιπόν, γίνονται βορά της αδηφάγου τεχνολογικής επικοινωνίας που
λειτουργεί ως σύγχρονος Μινώταυρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου