Έτσι,
τη φωνάζαμε. Η θεια Λαζαρίνα. Η Συρρακιώτισσα μάνα μου , μαθημένη από τα
ανδρωνυμικά που κουβαλούσε η γενιά της, δεν ρώτησε περισσότερα. Λαζαρίνα την
ανέβαζε , Λαζαρίνα την κατέβαζε. Απόλυτα ταιριαστό με τα ήθη της. Το ίδιο και
οι γειτόνισσες. Αυτός ήταν ο κόσμος τους. Ήταν η γυναίκα του μακαρίτη του
Λάζαρου.Του πρόσφυγα. Πολύ αργότερα μάθαμε το δικό της βαφτιστικό. Μαριάνθη την
έλεγαν. Παιδούλα πέρασε τα νερά του Αιγαίου και καραβοτσακισμένη έφτασε στην
Πρέβεζα. Μαζί με άλλους που με την ψυχή στο στόμα άφησαν όλο το βιος τους και
με κάθε τρόπο-με αραμπάδες κατά κανόνα-βιάζονταν να ξεφύγουν από τη φωτιά του
πολέμου κι από το σπαθί των Τσέτηδων.
Στη δυτική Ελλάδα γνώρισε τον Λάζαρο.Τον
παντρεύτηκε μικρή, ποιος νοιαζόταν τότε να τη στείλει στο σχολείο.Να μάθει
γράμματα. Πρόσφυγες και οι δύο. Με βιος στην πατρίδα που άφησαν. Με λίγα
ελληνικά που τα τρόχισε στην καθημερινότητα.
Για τους γειτόνους η θεια Λαζαρίνα ήταν
ένας από τους αούτους. Απ’ αυτούς που πήραν τα χωράφια τους. Που τους στέρησαν
τα βοσκοτόπια. Που έβαλαν το χέρι τους να σκορπίσουν τα τσελιγκάτα. Που έχασαν
την ασφάλειά τους. Που αναγκάστηκαν να ψάξουν για μεροκάματο σε ξένους
ανθρώπους. Ξεσπιτωμένοι κι αυτοί.Πλην
όμως παλαιόθεν οι αδύναμοι ψάχνουν για κάποιον πιο αδύναμο να του φορτώσουν τη δική τους ανημπόρια. Τη
δική τους κακοτυχία.
Η θεια Λαζαρίνα φορτώθηκε κρίματα που δεν
ήταν δικά της. Έγινε ο εκπρόσωπος των «εισβολέων» που βολεύτηκαν. Ήρθαν
ξυπόλυτοι στον τόπο μας κι έγιναν άνθρωποι. Η φράση επαναλαμβανόταν τακτικά
κουβαλώντας τον πόνο, τη φτώχεια αλλά και την οργή όσων πάλευαν να επιβιώσουν
στις δύσκολες μεταπολεμικές συνθήκες. Είχαν βρει τον φταίχτη της κακοδαιμονίας
τους.
Στην ίδια κατσαρόλα, Όλγα μου, βράζουμε.
Πονεμένοι άνθρωποι είναι. Σαν τι μας.
Ξεσπιτωμένοι σαν τι μας. Κι ακόμα πλιότερο. Η θεια Λαζαρίνα πέρασε πέλαγα. Τα
λόγια της αγράμματης μάνας μου έγινε το προζύμι μελλοντικών προσωπικών
περιπλανήσεων.
Η θεια Λαζαρίνα δεν έδινε σημασία σ’ αυτά.
Σιωπούσε. Όμως τα μάτια της έχαναν τη συνηθισμένη γαλήνη τους. Κι όταν έλεγε
κάποιες κουβέντες η φωνή της είχε τρέμουλο. Είχε όμως έναν τρόπο να
συνεννοείται με τη μάνα μου. Κι ας ήξεραν και οι δύο τσάτρα πάτρα τα Ελληνικά,
όπως έλεγε η μάνα μου. Τα ανακάτευε η μία με βλάχικες λέξεις και η άλλη με
τούρκικες. Παρόλα αυτά, είχαν βρει τον τρόπο να συνεννοούνται. Κι ας πάλευαν με
τις ώρες να βρουν, κάποιες φορές, τις ελληνικές λέξεις για να καταλήξουν κάπου.
Κι ας γινόταν αφορμή αυτή η προσπάθεια να σηκώσουν τους τόνους. Πολύ γρήγορα
φίλιωναν. Σαν τα μικρά παιδιά.
Μου πήρε καιρό να τις καταλάβω. Δυο
άνθρωποι διαφορετικοί, ξεσπιτωμένη- πρόσφυγας η μια, εσωτερικός μετανάστης η
άλλη. Κι όμως ταίριαξαν. Τους οδήγησε η συμπόνοια. Η κατανόηση πως είναι στην
ίδια κατσαρόλα. Οι ίδιες δυσκολίες. Αυτό τους έκανε να παραμερίσουν τις
διαφορές. Τις δυσκολίες της γλώσσας.
Θυμήθηκα τη θεια Λαζαρίνα πολλά χρόνια
μετά. Ακούγοντας τις προσωπικές ιστορίες των γυναικών στους τηλεοπτικούς και
ραδιοφωνικούς σταθμούς. Μου θύμισαν οι καινούργιες ιστορίες πως κάποιες φορές
αδυνατούμε να αφουγκραστούμε την ιστορικότητα των γεγονότων που εμφανίζονται
μέσα από τις μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων. Ίσως αυτός είναι ένας καλός
τρόπος να νιώσουμε τον συγκλονισμό των ανθρώπων. Τον πόνο τους. Τον κόσμο τους.
Κάποιες λέξεις μπορεί να μας ανοίξουν την
πόρτα σ’ αυτό τον κόσμο των διαφορετικών. Με βοήθησε η θεια Λαζαρίνα σ’ αυτή.
Ευαγγέλη με προσφωνούσε κάθε φορά που της ζητούσα να μου αφηγηθεί κάτι και η
φωνή της λύγιζε. Μια προσφώνηση που κουβαλούσε την ανάμιξη των πολιτισμών Αυτή
η λέξη(Ευαγγέλη) ήταν το κλειδί που μου πρόσφερε, άθελά της, για να μπω στον
κόσμο της. Που είναι κόσμος όλων των προσφύγων. Όλων των ξεσπιτωμένων. Που ζουν
ανάμεσα σε δυο κόσμους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου