Εκείνοι που με είχαν τοποθετήσει κάτω από την ετικέτα του Υπερρεαλισμού, ξαφνιάστηκαν όταν με είδαν να καταπιάνομαι ποιητικά με την Αλβανία. Για πολέμους θα γράφουμε τώρα; Ναι, το ξέρω, έτσι σκεπτόμουν κ' εγώ την εποχή που πήγαινα σχολείο και μ' έπνιγαν τα πατριωτικά ποιήματα. Ετσι θα σκεπτόμουν ίσως και τώρα εάν είχα μείνει έξω από την υπόθεση. Αλλά συνέβη να βρεθώ «από μέσα», να τη ζήσω, μου δόθηκε η χάρη ν' ατενίσω το θαύμα της σε όλη του την έκταση.
Ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης είχε την τιμή και το σθένος να συνεισφέρει στο Επος του '40.
Να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή ως έφεδρος ανθυπολοχαγός απέναντι στα στρατεύματα του Μπενίτο Μουσολίνι.
Βεβαίωση του Α' Στρατολογικού Γραφείου Αθηνών, με ημερομηνία 4/4/1941, αναφέρει: Κατετάγη την 28/10/1940 εις το Στρατηγείον του Α' Σώματος Στρατού.
Το Α' Σώμα, με τομέα ευθύνης την Ηπειρο, είχε διοικητή, μέχρι τις 10/12/40, τον αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον οποίο διαδέχθηκε ο Γιώργος Κοσμάς. (Τα στοιχεία είναι από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, στο εξής ΔΙΣ).
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης (αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του ποιητή) ακολουθεί τις μετακινήσεις του Στρατηγείου (Αθήνα, Καλαμπάκα, Βοτονόσι, Ζίτσα, Πωγώνι, Δερβιτσάνη, Ελαία - Καλπάκι, Φιλιππιάδα).
Στο «Συνοπτικό Βιογραφικό Σημείωμα» του Ελύτη -φυλάσσεται στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Ελύτη, φάκελος 42- καταγράφονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
● 11 Δεκεμβρίου: Μαζί με δύο άλλους ανθυπολοχαγούς με μεταθέτουν στη ζώνη πυρός, στο απόσπασμα Λιούμπα [...] (σ.σ. Νίκος το μικρό όνομα του Λιούμπα).
● 16 Δεκεμβρίου: Το απόσπασμα Λιούμπα έχει διαλυθεί και τοποθετούμαι διμοιρίτης της 4ης διμοιρίας του 6ου λόχου του Β' τάγματος του 24ου συντάγματος.
● 26 Δεκεμβρίου: Προώθησή μας στη γραμμή μετώπου Καλλαράτες-Μπολένα. Μου αναθέτουν και εκτελώ τον αφοπλισμό του χωριού Κιάφε-Κούτσι.
● 8 Ιανουαρίου: Αντικαθιστούμε τους ευζώνους του συντάγματος Αρτης στην πρώτη γραμμή: ζώνη Καλλαράτες - Μπολένα. Αριστερά μας η Χιμάρα και δεξιά μας το Τεπελένι [...]
● 18 Φεβρουαρίου: Μεγάλη επίθεση των Ιταλών στον τομέα μας, ύστερα από φοβερή προετοιμασία πυροβολικού. Εντολή της διμοιρίας μας είναι να καλύψει τα κενά του τάγματός μας, που αποδεκατίζεται. Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν ένα ύψωμα δικό μας, που την αυγή της επομένης, 19 του μηνός, ανακαταλαμβάνουμε. Τραυματισμός και θάνατος του λοχαγού (σ.σ. Επαμεινώνδα Χόρτη) και τριών άλλων αξιωματικών.
Ο Ελύτης αναφέρεται στη διήμερη φονική μάχη της Μπολένας (ορεινού αλβανικού χωριού), που πραγματοποιήθηκε στις 25 και 26 Ιανουαρίου 1941 και όχι τον Φεβρουάριο.
Αυτό προκύπτει από ατράνταχτα στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού και συγκεκριμένα από το Ημερολόγιο του 24ου συντάγματος πεζικού (σελίδα 29), και όχι μόνο.
Στην ίδια σελίδα καταγράφονται οι απώλειες του συντάγματος ως εξής:
2 Αξ/κοί νεκροί (1 λοχαγός, 1 ανθ/γός), 2 αξ/κοί τραυματίες, 40 στρατιώται νεκροί και 80 στρατιώται τραυματίαι.
Στο Ημερολόγιο δεν καταγράφονται τα ονόματα ούτε του νεκρού λοχαγού Χόρτη ούτε και του επίσης νεκρού ανθυπολοχαγού.
Προσωπικά εκτιμώ πως ο Ελύτης έγραψε το συγκλονιστικό ποίημα για τον «Χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» εμπνεόμενος προφανώς από τον ηρωικό θάνατο του συναδέλφου του στην Μπολένα, αλλά και όσων έπεσαν στο πεδίο όλων των μαχών.
Την ίδια άποψη εξέφρασε και η κ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η μούσα και σύντροφος του ποιητή, σε τηλεφωνική μας επικοινωνία.
Πολεμική δράση, τέλος
Στις 23/2/1941, ο ποιητής προσβάλλεται από κοιλιακό τύφο.
Για την περιπέτεια της υγείας του, που παραλίγο να αποβεί μοιραία, παραχώρησε αργότερα συνέντευξη στην εφημερίδα Πανσπουδαστική, «Δεκαπενθήμερον, πανσπουδαστικόν όργανον φοιτητικού κινήματος», φύλλο 41/1962, σ. 10.
Τίτλος: Εζησα το θαύμα της Αλβανίας.
Ο τύφος ήταν απότοκος των άθλιων συνθηκών διαβίωσης στο μέτωπο.
Εξηγεί ο Ελύτης στην «Πανσπουδαστική»:
❝ Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα.
Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
Εμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά.
Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου (σ.σ. ο Ελύτης ήταν τότε 30 ετών).
Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στον μικρό θάλαμο των μελλοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο.
Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια.
Ετσι πέρασα όλες τις τρομερές μέρες της γερμανικής επιθέσεως (σ.σ. Απρίλιος του 1941).
Κατάμονος, σ' έναν έρημο θάλαμο και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλιτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το νοσοκομείο.
Με βάλανε όπως όπως σ' ένα φορείο, που το χώσανε σ' ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα, από τα Γιάννενα ώς το Αγρίνιο, πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή.
Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ' ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος, με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ' έσυρε ώς το υπόγειο μιας καπναποθήκης όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες.
Αλλά τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι αν «έζησα το θαύμα», σώθηκα από ένα θαύμα.
Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την επιστήμη, θα έπρεπε με την παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω.❞
Το εξιτήριο που πήρε ο Ελύτης από το 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών (24/4/1941) αναφέρει: Τυφοειδής πυρετός εν αποδρομή. Χρήζει κατ' οίκον νοσηλείας επί δεκαήμερον.
«Πανσπουδαστική»: Λάβατε ποτέ καμιά τιμητική διάκριση;
Ελύτης: Τι λέτε; Ετσι εύκολα θα χαλούσε η τάξη των ελληνικών πραγμάτων;Παρασημοφορήθηκε ο αδελφός μου, που υπηρετούσε στην κεντρική Επιμελητεία Αθηνών.
Η τιμή του λαού
Σ' αυτό το σημείο, ο Ελύτης δηλώνει στον ρεπόρτερ της «Πανσπουδαστικής»:
Βλέπετε αυτή τη γλάστρα; Μου την έστειλε προχθές μόλις η ίδια εκείνη νοσοκόμα που σας έλεγα πριν ότι με έσωσε στην υποχώρηση. Περάσανε σχεδόν είκοσι δύο χρόνια και με θυμάται πάντα. Με τέτοια σώζεται η τιμή ενός λαού κι όχι με τις αποφάσεις των επιτελείων.
«Πανσπουδαστική»: Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;
Ελύτης: Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας; Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη, που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν' αναδώσει, όταν πιστεύει στο δίκιο του.
Και γνώρισα από κοντά την αψηφησιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής, που έγινε τελικά και δική μου.❞
Εδώ ο ποιητής εξαίρει την παλικαριά των ανδρών της διμοιρίας του και όχι τον εαυτό του.
Η μετριοφροσύνη στη νιοστή δύναμη...
Η όμορφη αφροσύνη
Στο ερώτημα «τι ήταν εκείνο που σάς συγκίνησε στο Επος του '40», ο ίδιος υπογράμμισε μεταξύ άλλων:
❝Πώς να σάς το πω. Ηταν ό,τι διάβαζα στην πράξη και μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία για την ιστορία της χώρας μου. Ηταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξαιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα έπαιρνε την εκδίκησή του.
Ετσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο, που έβγαινε και ξεθύμαινε. Δεν έπαιζε ρόλο αν ο εχθρός ήταν διαφορετικός.
Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Αδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη» όπως λέω κάπου αλλού, ήταν που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική.
Μέσα μου έγινε τότε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώσανε και ξαναγεμίζανε από καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε τα φοβόμουνα, επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκάπηλων.❞
Μνημόσυνο...
Θρηνητική ωδή, για κάποιο παλικάρι που έπεσε στη μάχη, αποτελεί το ποίημα το Ελύτη «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας».
Ενα συγκλονιστικό μοιρολόι, βγαλμένο από τα στηθοκάρδια του μεγάλου μας ποιητή.
Παρατίθεται μικρό απόσπασμα:
Κάτω απ' τα πέντε κέδρα χωρίς άλλα κεριά κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη· άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα, στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο κι ανάμεσ' απ' τα φρύδια μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας, μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! [...]
Ηταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανή στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε· σκύψανε τα βουνά της Θράκης, και το φτύσανε μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του· [...]
Κείνοι που έπραξαν το κακό, τους πήρε μαύρο σύγνεφο μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
Η Αλβανιάδα
Το Επος του '40 και τα προσωπικά βιώματα του Ελύτη τον οδήγησαν αργότερα στην απόφαση να γράψει ένα μακροσκελές ποίημα, με τίτλο «Αλβανιάδα».
Δυστυχώς, η «Αλβανιάδα» ουδέποτε τυπώθηκε στο χαρτί.
Ο ίδιος ο ποιητής εξηγεί στην «Πανσπουδαστική» το γιατί:
❝ Το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών (σ.σ. το 1956), με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζηδάκη.
Δεν είχε, απ' όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε την ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ισως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις.
Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο «αντίκτυπος». Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε «αόρατη παραγγελία», η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων, έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα.
Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κ' ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα. Με τράβηξε το «Αξιον Εστί», που είχε ήδη αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλοιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κ' έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.❞
Η «λευκή σελίδα»
Η «Πανσπουδαστική» θέτει στον ποιητή το ερώτημα: Τι σας κίνησε να γράψετε το ποίημα και τι επιδιώξατε μ' αυτό;
❝ Ελύτης: Θέλησα να δείξω ότι η αληθινή τόλμη απαιτεί όχι μόνο να μετατοπίζεσαι σε καινούργια θέματα, αλλά να ξαναπαίρνεις τα παλαιά, εάν αυτό χρειάζεται, με διαφορετικό τρόπο. Εκείνοι που με είχαν τοποθετήσει κάτω από την ετικέτα του Υπερρεαλισμού, ξαφνιάστηκαν όταν με είδαν να καταπιάνομαι ποιητικά με την Αλβανία. Για πολέμους θα γράφουμε τώρα;
Ναι, το ξέρω, έτσι σκεπτόμουν κ' εγώ την εποχή που πήγαινα σχολείο και μ' έπνιγαν τα πατριωτικά ποιήματα. Ετσι θα σκεπτόμουν ίσως και τώρα εάν είχα μείνει έξω από την υπόθεση. Αλλά συνέβη να βρεθώ «από μέσα», να τη ζήσω, μου δόθηκε η χάρη ν' ατενίσω το θαύμα της σε όλη του την έκταση.
Φοβούμαι να πω περισσότερα, μην πέσω στην κοινοτοπία και λερώσω αυτή τη λευκή -όχι μόνο από το χιόνι- σελίδα. Ιδού ποιος ήταν και ο μεγάλος κίνδυνος που αντιμετώπιζα θέλοντας να μεταφέρω μια πολεμική περιπέτεια σε ποιητική σύνθεση, με όλες τις λεπτομέρειές της, αλλά και με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία. Και ακόμη: με την προοπτική να μπορέσει να ενταχθεί, χωρίς αρνητικές συνέπειες, μέσα στον νεοελληνικό μύθο.❞
Ο Ελύτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1911, έχοντας καταγωγή από τη Λέσβο.
Το 1979 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Αρκετά ποιήματά του μελοποιήθηκαν. Εφυγε από τη ζωή το 1996.