Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος, Η οδύσσεια του Δυσσέα, Λάρισα 2015.




«Φθινόπωρο πια του 1972.Ένα πέρασμά μου απ’ τα Γιάννενα για την εξεταστική του Οχτώβρη μού ήταν υπεραρκετό , προτού καταλήξω στον Πειραιά. Στις λίγες μέρες που διέμεινα γνώρισα ένα συμφοιτητή μου απ’ την Πρέβεζα, το Βαγγέλη, άτομο συνειδητά πολιτικοποιημένο, απ’ τον οποίο στην ουσία έμαθα κάποια πράγματα γύρω απ’ το Χουντικό καθεστώς που τότε κυβερνούσε τη χώρα, δεδομένου ότι μέχρι τότε δε με είχε απασχολήσει καν η όλη κατάσταση. Και φυσικά η γνωριμία μας αυτή έμελε να έχει συνέχεια και στα υπόλοιπα φοιτητικά μας χρόνια και ασφαλώς δίπλα του συνειδητοποίησα με τον καιρό την πολιτική δεοντολογία. Σήμερα ο Βαγγέλης διανύει μια διαπρεπή καριέρα ως Πανεπιστημιακός δάσκαλος με τεράστια συγγραφική δράση. Άλλωστε τα δείγματα γραφής των φιλοδοξιών του τα είχε δώσει ήδη απ’ τα φοιτητικά του χρόνια και οφείλω να πω πως ό,τι πέτυχε το πέτυχε το σπαθί του»


Αποφάσισα να δημοσιοποιήσω το απόσπασμα από το βιβλίο του φίλου μου Οδυσσέα Τσιντζιράκου, γιατί είναι από τις φορές που ένιωσα βαριά τα λόγια που λέγονται από το στόμα ενός ανθρώπου, με τον οποίο έχουμε αντιδικήσει αρκετές φορές αλλά τρέφω τρυφερότητα για τα στραβά και τα ανάποδά του. Είναι μια ελεύθερη φωνή, που δεν ακολουθεί τους συμβατικούς κανόνες. Το απόσπασμα αλλά και όλο του το βιβλίο με γύρισε πίσω. Σε καιρούς δύσκολους. Μας έφερε κοντά η κοινή μας νοοτροπία. Με τον τρόπο μας ήμασταν και οι δύο ασυμβίβαστοι. Έξω από τις παρέες των καθηγητικών κύκλων που έπαιρναν τους υψηλούς βαθμούς. Δεν μπορούσαμε να συμβιβαστούμε με σκοπιμότητες. Ο Οδυσσέας ανήκει στους ανθρώπους που έκτοτε κράτησα στη ζωή μου, όχι μόνο την προσωπική αλλά και την οικογενειακή. Οι βραδιές στη Βελίκα, στα παράλια της Λάρισας , είναι σπονδή στον διάλογο, θυελλώδη κάποιες φορές, που σηκώνει ισχυρότερα μποφόρ απ’ αυτά που φυσάνε στη διπλανή θάλασσα του Αιγαίου. Μ’ έμαθε να συνομιλώ με τα δέντρα. Να αγαπάω τη γη και να τον ακούω στις περιηγήσεις στην ιστορία και την αρχαιοελληνική γραμματεία που γνωρίζει άριστα.
   Είδα το βιβλίο του να κυοφορείται. Εμπιστεύτηκε το διάβασμα κάποιων σελίδων του στη γυναίκα μου Φωτεινή. Καταφέρνει να τιθασεύει την ορμητικότητά του αλλά και να τον ακούει ως το τέλος. Είχα ακούσει, όμως, τις ιστορίες του.Τις οικογενειακές του περιπέτειες. Κατάφερε να σταθεί όρθιος και να δημιουργήσει μια υπέροχη οικογένεια.
   Είχα ακούσει για τον καζαντζακικό παππού του, τον Δυσσέα. Γύρω απ’ αυτόν πλέκεται η βιογραφική αυτή κατάθεση του φίλου Οδυσσέα. Είναι οι παράλληλες ιστορίες παππού και εγγονού που τέμνονται τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του παππού. Ο Δυσσέας άφησε έγκυο γυναίκα το 1920 και μετανάστευσε στην Αμερική. Έφυγε από το χωριό του λέγοντας στη γυναίκα του πως πάει στη Λάρισα ν’ αγοράσει γίδια. Επέστρεψε πενήντα ακριβώς χρόνια μετά, το 1972. Δεν ήταν η επιθυμία του να γυρίσει στην Πηνελόπη του αλλά ο εγωκεντρικός του εαυτός τον οδηγούσε σε χειρισμό των δικών του ανθρώπων.

    Είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο, που μιλάει για αυτά που συνήθως οι οικογένειες δεν τολμούν να ομολογήσουν. Ο Οδυσσέας τολμά. Εκθέτει τις πληγές του. Η ενέργειά του αυτή προσθέτει πολύτιμο υλικό προφορικής ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου