Εμαθα το νέο την Κυριακή. Ημουν μακριά του. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν λίγες μέρες πριν. Την ώρα που έκλινα το σώμα αριστερά, για να μπω στο αυτοκίνητο για την άπαξ της εβδομάδος απουσία μου, η ματιά μου έπεσε πάνω του. Η ίδια κίνηση κάθε βδομάδα. Κάθε φορά που χωρίζαμε προσωρινά για λίγες ημέρες.
Κι ο Θαλής κουνούσε την ουρά του, ζωηρά στην αρχή. Θαρρούσε πως θα κατευθυνόμουν στο μέρος του. Να τον χαϊδέψω. Να παίξουμε, όπως τότε που ήταν μικρός και τον κυνηγούσα. Κρατούσε στο στόμα του την παντόφλα μου. Κι εγώ, ίδιος μονοσάνδαλος, νευριασμένος τον απειλούσα. Αμα σε τσακώσω, τι έχεις να πάθεις. Κι όταν σταματούσε, ξεφούσκωνε όλος ο θυμός.
Αρκούσε να ακουμπήσει τα μπροστινά του πόδια πάνω μου και η οργή γινόταν τρυφερότητα. Μπορείς να είσαι σκληρός με το παιδί σου; Με μια ψυχούλα που την ανάστησες; Εχωνε τη μουσούδα του στην αγκαλιά μου και γρύλιζε από ευχαρίστηση. Σαν να το ’κανε επίτηδες. Σαν να ήθελε να πάρει μερτικό από τον δικό μου χρόνο. Να ασχοληθώ μαζί του.
Εκείνη τη μέρα βιαζόμουν. Είχαν μαζευτεί πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου. Ο χρόνος πίεζε. Πήρα βιαστικά τα μάτια μου από το γεμάτο προσδοκία βλέμμα του. Δεν έδωσα, εκείνη τη στιγμή, σημασία στη θλίψη που του προκάλεσα με τη βιαστική αναχώρησή μου.
Η ζωηρή κίνηση της ουράς του έμεινε μετέωρη. Για μια στιγμή θύμισε ιστό σημαίας και αμέσως μετά χαμήλωσε. Την έβαλε, σχεδόν, ανάμεσα στα σκέλια του.
Πάντα έτσι γίνεται. Αργότερα, ανακαλύπτεις νόημα και συμβολισμό σε κάποιες κινήσεις. Σε λόγια. Σε γρυλίσματα. Πάντα έτσι γίνεται με τους αγαπημένους σου.
Οταν περνάνε στον παρελθόντα χρόνο, αναζητείς την παρουσία τους στα μικρά πράγματα. Συγκλονίζεσαι από τις ενοχές σου που δεν αφιέρωσες περισσότερο χρόνο. Που δεν ανταπέδωσες ένα μέρος της αγάπης και της αφοσίωσης.
Ανθρώπινες αδυναμίες, Θαλή μου. Ετσι είναι οι άνθρωποι. Μόνο στα μοιρολόγια θυμούνται τον χρόνο. Το αμετάκλητο. Οσο έχουν τους αγαπημένους τους κοντά τους συναγωνίζονται το ρολόι. Να τρέξουν. Να προλάβουν. Να γεμίσουν τη ζωή τους με πράξεις σκοπιμότητας. Με κοινωνικές συμβατικότητες.
Με σπατάλη του πολύτιμου χρόνου τους. Συμπεριφέρονται σαν να κρατήσει η ζωή στον αιώνα τον άπαντα. Και γίνονται αδιάφοροι. Δεν κοιτάζουν δίπλα τους. Μόνο μπροστά. Οταν οι κοντινοί τους διαμαρτύρονται ή ικετεύουν κάποιες στιγμές κοινές, είναι κοφτοί στις απαντήσεις τους. Δεν έχω χρόνο.
Πάνω απ’ όλα η ατζέντα των φιλοδοξιών αλλά και των αδιεξόδων. Κι όταν έρθει ο αποχωρισμός, οι Ερινύες φωλιάζουν στην ψυχή όσων βίωσαν την απώλεια των αγαπημένων τους. Για όσα έμειναν μετέωρα. Για την αγάπη και την τρυφερότητα που δεν εκφράστηκε. Για τις πράξεις που αναβλήθηκαν. Για τον χρόνο που δεν μοιράστηκε.
Και τότε πέφτεις σ’ ένα κενό μνήμης. Αυτό που δένει τους παρόντες με τους απόντες είναι η κοινή μνήμη. Η απόκτηση, όμως, κοινών εμπειριών δυσκολεύει στην εποχή μας. Η ανάγκη και η λογική επισκιάζουν, αν δεν εξωθούν στο περιθώριο, τα συναισθήματα.
Ο Θαλής έφυγε σε ηλικία πεντέμισι ετών. Ηταν κουταβάκι ημερών όταν ήρθε στο κτήμα. Η κοιλιά του σερνόταν στο χώμα, ενώ κούτσαινε από το ένα ποδαράκι του. Είχε χτυπήσει. Σκαρφιστήκαμε διάφορα, για να πάρει τη θεραπεία του. Ξαναμεγαλώναμε ένα μωρό. Κι αυτό είχε τη γοητεία του, να ανακαλύπτεις πλευρές ενός ζώου.
Να βλέπεις τον τρόπο που χτίζεται η σχέση αφοσίωσης και αμοιβαίας τρυφερότητας ανάμεσα σ’ ένα ζώο κι έναν άνθρωπο. Ηταν ώρες που κρυφοπροτιμούσα την παρέα του Θαλή από εκείνη οποιουδήποτε έλλογου όντος.
Θαλή μου, τώρα που έφυγες συνειδητοποιώ πόσο σημαντικός ήσουν για μας. Οχι μόνο για τις υπηρεσίες σου. Πρωτίστως, για την αγάπη σου. Για την τρυφερότητα που ένιωθες για όλους μας. Οι άνθρωποι, Θαλή μου, είναι ανόητοι, ώρες ώρες.
Η πιο πρόχειρη βρισιά που εκτοξεύουν είναι «ζώο». Πόσο λάθος κάνουν. Ακόμη και η Φωτεινούλα το ’νιωσε όταν πρωτόρθε στο σπίτι. Ησουν κύριος, όπως σ’ όλα σου. Κι ας σε σκιάζονται κάποιοι. Το φτιασικό, συχνά, ξεγελάει.
Θαλή μου, τι να σου μοιρολογήσω; Τα μοιρολόγια είναι φτιαγμένα για τους ανθρώπους. Θα σε θυμόμαστε όλοι, Θαλή μου.
*καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου