Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Του Δημήτρη Σεβαστάκη, Η, αυγη, 10.1.16


Αντί να καλλιεργούμε, διαβάζουμε τεστ για τις βιταμίνες στα φυτά. Ειδικά στα κυριακάτικα αφιερώματα στον μαζικό Τύπο, βρίσκει κανείς μυστικά για το πώς μεγαλώνει καλά μια γαρδένια, για την πιθανή προσβολή της κορωνέϊκης ποικιλίας από δάκο, για το «πάστρεμα» της αμπέλου που ξεκουράζει το φυτό. Μη μιλήσω για τα συγκριτικά τεστ κοπριάς ή λιπασμάτων. Η αγροτική παραγωγή αντικαθίσταται από έναν αφηρημένο "αγροτισμό". Οι κυριακάτικοι αστοί διαβάζουν βουλιμικά,(ενώ ψήνεται το κοτόπουλο με τις πατάτες στο φούρνο), βλέπουν τις εικόνες στο ένθετο της εφημερίδας, με γκρο πλαν την πλαδαρή φάτσα από το άτεχνο photoshop που κόβει ένα κομμάτι γραβιέρα πίνοντας κρασί. Μαζί με τα γήινα και τις εικόνες υπαίθρου, στέκεται η φαντασίωση για ένα 4×4 με ηλεκτρονικά ελεγχόμενο διαφορικό, που πάει στα χειμερινά βουνά, οδηγημένο από έναν ατρόμητο εξηντάρη (που μάλιστα νεάζει αποκρουστικά).
Είναι αλήθεια ότι πολλοί ψάχνουν κάτι αρχέγονο, κάτι που να εξηγήσει ή έστω να βάλει σε μια σειρά την κρίση. Κυρίως την προσωπική τους ματαίωση που σχετίζεται και με την εκπτώχευση, την αβεβαιότητα μη «μου κόψουν το τάδε επίδομα», αλλά και με ό,τι προσδοκούσαν από την Αριστερά. Η μέση μικροαστική συνείδηση αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η γη είναι ένα θεμελιώδες αξιακό μέγεθος, ότι αντιτάσσει κάτι στέρεο στην οικονομική αποσάθρωση, ότι μπορεί να επανιδρύσει το ίδιο το υποκείμενο.
Το λάθος είναι ότι η αντίληψη αυτή συνδέει την ανεστραμμένη κρισιακή Ελλάδα με μια Ελλάδα των απαρχών: την Ελλάδα της «τίμιας» παραγωγής και του Αυλωνίτη. Ισοσταθμίζει το χώμα με την απεικόνισή του. Το πρόβλημα του σύγχρονου ματαιωμένου (μικρο) αστού, είναι ότι αναστρέφει ή παράγει εικόνες και πρότυπα με απλή αναστροφή του πρωτοκόλλου της διεστραμμένης μετεμφυλιακής αστυφιλίας. Εκβιάστηκε ο πατέρας του να φύγει από το ορεινό χωριό και να μείνει στην Καισαριανή λόγω εμφυλίου, διαμόρφωσε ο ίδιος την πρωτοαστική συνείδηση του «Σινεάκ» και του γηπέδου της Λεωφόρου, ξέχασε τα χορτάρια στις πλαγιές και τα ανακαλύπτει σήμερα αργά, με χάπια για την υπέρταση, με το νωθρό κοτόπουλο στο φούρνο και το στενό μπαλκόνι της αρτιφισιέλ πολυκατοικίας του '70.
Ναι, η γη που ανακαλύπτει σήμερα πιεσμένος και μόνος, η γη των εκδόσεων και του "National Geographic", η γη που περιγράφουν οι ινστρούκτορες της κυριακάτικης μαγειρικής, είναι εξωπαραγωγική, φωτογραφική, εξημερωμένη, μεταφυσική. Η γη του (η γη των απελπισμένων επινοήσεών του) είναι αέρας κοπανιστός που δεν μπορεί να τον χειραφετήσει, να τον θρέψει, να τον στηρίξει, γιατί προϋποθέτει την αυτοθυσιαστική του εξάλειψη. Πράγματι, το πλάσμα της μετεμφυλιακής αστυφιλίας (ο μικροαστός που περιγράφω) δεν μπορεί να εκπορθήσει τις κατηγορίες της γης που θέσμισε η πόλη. Όχι πια με τους νόμους του δασονομικού, χωροταξικού και πολεοδομικού δογματισμού, αλλά με τους όρους μιας παρένθετης και ανασφαλούς πολιτικής διαμεσότητας.
Ναι, η πόλη του διαστρέφει τη γη που ο ίδιος έχει απόλυτη ανάγκη, τη γη των παιδικών του χρόνων, τη γη του πατέρα του, τη γη των ανταρτών και των αγροτών. Ναι, η γη του θρυμματίζεται από τους φόρους για το κρασί, από τις περιφρονητικές ατάκες για τους αγρότες, από την ξιπασιά που ακόμα μια φορά δεν μπορεί να αισθανθεί την ανάγκη, τον καρπό, το θάλλος, τον κόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου