«Allons, Rémi, marchons!»
Ανθρωποι της γραφής (ποιητές, πεζογράφοι, κριτικοί, πανεπιστημιακοί) στέλνουν γράμμα στον αγαπημένο λογοτεχνικό τους ήρωα. Σύντομα επιστολικά κείμενα, διακειμενικά παίγνια, μεταιχμιακές αφηγήσεις στην κόψη επινοημένης πραγματικότητας και μυθοπλαστικής οικειότητας.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Αγαπημένε μικρέ μου φίλε Rémi,
Υγείαν έχω, το αυτό επιθυμώ δι’ εσέ. Φυσικά, εσύ ποτέ δεν θα έχεις προβλήματα με την υγεία σου, έτσι είναι με όλους τους ήρωες της δικής σου μορφής.Δεν ξέρω τι έχεις απογίνει. Σε άφησα μια μέρα του 1947, τότε, όταν στη μικρή μου πόλη τις νύχτες, συχνά, ριπές από πολυβόλα τάραζαν τον ύπνο μας. Σε άφησα να βλέπεις από τον δρόμο που σε έσερνε ο θιασάρχης του παράξενου εκείνου θίασου με τα σκυλιά και τις μαϊμούδες, χαμηλά στο βάθος, τη μάνα σου και να χάνεται η φωνή σου στον αέρα χωρίς ανταπόκριση.Maman! Maman!Mai ta voix ne pouvait ni descendre, ni dominer le murmure du ruisseau, elle se perdit dans l’ air.Εκεί σε έχασα. Βλέπεις, ο οικογενειακός προϋπολογισμός δεν άντεχε την αγορά άλλου περιοδικού, όπου θα διάβαζα τη συνέχεια για την υπόλοιπη διαδρομή του βίου σου, ήσαν δύσκολοι καιροί, και σε έπλασα έκτοτε όπως ήθελα, σε ταύτισα με τη δική μου περιπέτεια, στο μάταιο, αλλά συγχρόνως γοητευτικό παιχνίδι της ύπαρξης σε ένα μυστηριώδες απέραντο σύμπαν, μικρός κόκκος σκόνης και ούτε καν.Και ζούμε μαζί με σκυλιά, φίλους πιστούς, και σκυλιά άγρια και σκυλιά πεινασμένα, με πίθηκους μίμους, με μαϊμούδες γυμνόκωλες, καθώς περιφερόμαστε άλλοτε σε μεγάλους δρόμους κι άλλοτε σε στενές ατραπούς και κακοτράχαλα μονοπάτια, εσύ να παίζεις την άρπα σου και να γεμίζει ο αέρας γλυκιά μουσική, κάποιες φορές γεμάτη νοσταλγία για εκείνα τα χαμένα όνειρα για τους χαμένους έρωτες και τους χαμένους φίλους.Εμεινα εκεί κοντά σου, στη στροφή του δρόμου, εκεί που χάνεται στο βάθος η μάνα Μπαρμπερίνα και ο κήπος με τις γλυκοπατάτες, παράδεισος παιδικός, στη στροφή κοντά σου, είναι ακόμη το 1947, τι δύσκολα χρόνια κι εκείνα, τι δύσκολα χρόνια κι αυτά, πώς μπλέξαμε έτσι.Και ο Βιτάλης, να μας έχει εξαγοράσει αντί πινακίου φακής, και «Allons, Rémi, marchons!» να μας φωνάζει, πού πάμε, για πού τραβάμε, τι έχουν να δουν τα μάτια μας ακόμη;Ποιος μας ξεπούλησε, για ποιες ανομολόγητες δικές του βλέψεις, ούτε καν τριάκοντα αργύρια, γέμισε ο κόσμος, Μπαρμπερήδες και Βιτάληδες, και πώς να πορευτούμε που είναι τα χέρια μας αδειανά κι καρδιές μας πλακωμένες.Ισως μια μέρα ενωθούν οι φωνές όλων εκείνων που έμειναν στάσιμοι στη στροφή του δρόμου, το 1947, και τους ακούσει και η μάνα τους και όλοι οι άλλοι!Σε φιλώ
Δημήτρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου