Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Α.Βιστωνίτης, Τα απομνημονεύματα δύο ζωντανών μύθων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κυνήγι των ναζί, ΤΟ ΒΗΜΑ, 17.1.16

Μπεάτε και Σερζ Κλάρσφελντ


Μπεάτε και Σερζ Κλάρσφελντ
Η Μπεάτε και ο Σερζ στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος, το 2011, στην αίθουσα των εκτοπισμένων παιδιών
 


Μπεάτε και Σερζ Κλάρσφελντ
Απομνημονεύματα.
Κυνηγώντας τους ναζί
Μετάφραση Καρίνα Λάμψα.
Εκδόσεις Καπόν, 2015,
σελ. 495, τιμή 24,50 ευρώ

Τον Μάιο του 1960 σε έναν σταθμό του μετρό στο Παρίσι μια νεαρή Γερμανίδα συναντά κάποιον 35χρονο που την πλησιάζει και τη ρωτά αν είναι Αγγλίδα. Ερωτας με την πρώτη ματιά, καθώς λέει η κοινοτοπία. Τρία χρόνια αργότερα θα παντρευτούν. Η κοπέλα ονομάζεται Μπεάτε Κίντσελ, προέρχεται από μικροαστική οικογένεια και ο πατέρας της έχει υπηρετήσει ως απλός στρατιώτης στο Ανατολικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνος λέγεται Σερζ Κλάρσφελντ, είναι εβραϊκής καταγωγής, γεννημένος στη Ρουμανία. Τον Οκτώβριο του 1943 ο πατέρας του συνελήφθη από την Γκεστάπο και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Αουσβιτς-Μπιρκενάου, όπου και πέθανε.

Ως τότε η Μπεάτε δεν ήξερε πολλά για τα εγκλήματα των ναζιστών αξιωματούχων εντός και εκτός Γερμανίας. Κυρίως δεν γνώριζε πως αρκετοί εγκληματίες πολέμου υπεύθυνοι για την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά και κάποιοι από αυτούς διέφυγαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Μέσης Ανατολής. Ορισμένοι μάλιστα που παρέμειναν στις χώρες τους κατάφεραν να αποκτήσουν υψηλά αξιώματα, όπως ο Μορίς Παπόν, αξιωματούχος του Καθεστώτος του Βισύ και υπεύθυνος για τη μεταφορά στο κολαστήριο του Αουσβιτς 1.600 Εβραίων από τη Γαλλία (ανάμεσά τους και 223 παιδιά). Ο Παπόν έφτασε να εκλεγεί βουλευτής και επιπλέον να γίνει υπουργός Προϋπολογισμού (1978-1981) επί προεδρίας Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν.

Από τη δεκαετία του 1960 το ζεύγος Κλάρσφελντ αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια να εντοπιστούν και να προσαχθούν σε δίκη πολλοί διαβόητοι εγκληματίες πολέμου που είτε παρέμειναν στις χώρες τους είτε διέφυγαν στο εξωτερικό και τα ίχνη τους είχαν χαθεί, όπως: ο Γιόζεφ Μένγκελε, ο γιατρός του Αουσβιτς που χρησιμοποιούσε τους κρατουμένους ως πειραματόζωα και τον αποκαλούσαν «άγγελο του θανάτου». Ο Αλόις Μπρούνερ (το «δεξί χέρι» του Αϊχμαν), υπεύθυνος για τη μεταφορά στα στρατόπεδα θανάτου του Τρίτου Ράιχ 125.000 Εβραίων από την Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Σλοβακία και την Αυστρία. Ο Κλάους Μπάρμπι, ο αποκαλούμενος «χασάπης της Λυών». Ή ο φοβερός Βάλτερ Ράουφ, ο οποίος είχε αναπτύξει ένα σύστημα κινητών θαλάμων αερίων, όπου μέσα σε ειδικά οχήματα πέθαναν περίπου 150.000 κρατούμενοι.

Η δράση του ζευγαριού καλύπτει πάνω από μισόν αιώνα. Πέρυσι εξέδωσαν ένα βιβλίο που έγραψαν από κοινού (κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας). Απομνημονεύματα το χαρακτηρίζουν, αλλά το περιεχόμενο το ορίζει ο υπότιτλός του: Κυνηγώντας τους ναζί. Ηταν ένα κυνηγητό επίμονο που  διήρκεσε ολόκληρες δεκαετίες. Για να εκδοθεί λ.χ. ο Κλάους Μπάρμπι στη Γαλλία έπρεπε να περάσουν 38 χρόνια από το τέλος του πολέμου.

Ο Μορίς Παπόν προσήχθη σε δίκη και καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση μόλις το 1998, μολονότι  το 1981 η γνωστή εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα «Canard Εnchaine» δημοσίευσε ντοκουμέντα της συνεργασίας του με τους γερμανούς κατακτητές.

Τρεις άλλοι γνωστοί ναζιστές εγκληματίες, ο Χέρμπερτ Χάγκεν, ο Κουρτ Λίσκα και ο Ερνστ Χάινριχσον, ζούσαν μια χαρά στη Γερμανία και έπρεπε να φτάσουμε στο 1980, όταν το δικαστήριο της Κολονίας όπου προσήχθησαν τους καταδίκασε σε πολυετείς φυλακίσεις. Αυτά και πολλά ακόμη αναλύονται λεπτομερώς στο βιβλίο του ζεύγους Κλάρσφελντ.

Ο μεγαλύτερος κυνηγός των ναζιστών εγκληματιών πολέμου ξέρουμε πως ήταν ο Σιμόν Βίζενταλ, αλλά και η δραστηριότητα των Κλάρσφελντ δεν υπολείπεται. Η προσπάθειά τους υπήρξε τεράστια και οι δυσκολίες έμοιαζαν αξεπέραστες. Πρώτα θα έπρεπε να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα στοιχεία που πιστοποιούσαν τις ευθύνες των ναζιστών εγκληματιών. Επειτα να τους εντοπίσουν, αφού πολλοί είχαν αλλάξει όνομα και ζούσαν σε χώρες όπου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ανακαλύψει κάποιος τα ίχνη τους, και επιπλέον να τους αναγνωρίσουν από τις παλιές φωτογραφίες. Και τέλος να επιτύχουν την έκδοσή τους είτε στη Γερμανία είτε στη Γαλλία.

Στις χώρες της Λατινικής Αμερικής που τελούσαν υπό δικτατορικό καθεστώς, όπως η Αργεντινή του Περόν ή η Παραγουάη του Στρέσνερ, το τελευταίο ήταν σχεδόν αδύνατον. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, πως τον Αϊχμαν δεν τον παρέδωσε η κυβέρνηση της Αργεντινής, αλλά τον απήγαγε με κινηματογραφικό τρόπο η ισραηλινή Μοσάντ, η οποία τον παγίδευσε, τον νάρκωσε, τον έκλεισε σε σπίτι που χρησιμοποιήθηκε επί τούτου για τη φύλαξή του και στη συνέχεια τον μετέφερε με εμπορικό αεροπλάνο της El Al στο Ισραήλ, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε. Τότε μάλιστα η Αργεντινή δημιούργησε τεράστιο ζήτημα στον ΟΗΕ κατηγορώντας το Ισραήλ για ωμή επέμβαση στα εσωτερικά της και παραβίαση της εθνικής της κυριαρχίας. Από τους 2.000 ναζιστές εγκληματίες πολέμου που κατάφεραν να διαφύγουν στη Λατινική Αμερική οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αργεντινή.

Κατά μίμηση της Μοσάντ  
Το παράδειγμα της Μοσάντ επιχείρησαν να μιμηθούν και οι Κλάρσφελντ. Το 1974 προσπάθησαν να απαγάγουν τον Κουρτ Λίσκα, στέλεχος της Γκεστάπο που έδρασε όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και στην κατεχόμενη Γαλλία. Η προσπάθεια απέτυχε, όπως και η άλλη: να απαγάγουν τον Κλάους Μπάρμπι που τον εντόπισαν στη Βολιβία το 1971, όπου ζούσε ως Κλάους Αλτμαν. «Εμπειρογνώμονας» όσον αφορά τις διώξεις κομμουνιστών (υπάρχουν ενδείξεις ότι βοήθησε τη CIA να εντοπίσει και να συλλάβει τον Τσε Γκεβάρα), ο Μπάρμπι εκδόθηκε στη Γαλλία μόλις τo 1983, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και πέθανε στη φυλακή το 1991 από λευχαιμία.    

Οι Κλάρσφελντ είχαν υπομονή, επιμονή και μεγάλο θάρρος. Και δεν πτοήθηκαν από το γεγονός ότι η οργάνωση ODESSA, που είχαν συστήσει πρώην στελέχη των SS και φρόντιζε για τη διαφυγή πολλών εγκληματιών πολέμου στη Λατινική Αμερική, έβαλε το 1979 βόμβα στο αυτοκίνητό τους, η οποία εξερράγη, χωρίς όμως να πάθει κανείς τίποτε.

Ο ναζιστής καγκελάριος
Από το βιβλίο προκύπτει η μαχητικότητά τους - της Μπεάτε ιδίως - που το 1968 (ήταν 28 ετών) σε σύνοδο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας στο Βερολίνο κατάφερε να πλησιάσει και να χαστουκίσει τον γερμανό καγκελάριο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, τον οποίο πιο μπροστά είχε κατηγορήσει πολλές φορές ως ναζιστή. (Δικαίως, αφού o Κίζινγκερ υπήρξε όχι απλώς μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1933 αλλά και από το 1943 ως το 1945 δεύτερος τη τάξει στο σύστημα ραδιοφωνικής προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ και κύριος διαμεσολαβητής ανάμεσα στο υπουργείο Εξωτερικών του Ρίμπεντροπ και στο υπουργείο Προπαγάνδας του Γκέμπελς.)

Ο κορυφαίος φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς κατήγγειλε τότε το γεγονός ότι ένας πρώην ναζιστής κατάφερε να αναρριχηθεί στο ύπατο αξίωμα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Και ο Γκύντερ Γκρας επίσης το κατήγγειλε, αλλά καταδίκασε την ενέργεια της Μπεάτε. Αντίθετα, ένα άλλος σπουδαίος γερμανός συγγραφέας, ο Χάινριχ Μπελ, της έστειλε μιαν ανθοδέσμη.

Οι Κλάρσφελντ δεν τα κατάφεραν με τον Μένγκελε και τον Αλόις Μπρούνερ (προστατευόμενο του Χάφεζ αλ Ασαντ της Συρίας) που πέθαναν από φυσικά αίτια. Ούτε με τον Βάλτερ Ράουφ, που επίσης πέθανε από φυσικά αίτια στη Χιλή. Αλλά τα όσα επέτυχαν δεν είναι διόλου λίγα, παρά τους δισταγμούς, την αδιαφορία, ενίοτε και τον οπορτουνισμό των δυτικών κυβερνήσεων. Αποδεικνύοντας ότι κανένα πολιτικό σύστημα και καμία σκοπιμότητα δεν είναι ανώτερα της αλήθειας και του αισθήματος δικαίου και πως αν ο κόσμος θέλει να αποφύγει την επανάληψη των φρικαλεοτήτων του 20ού αιώνα, θα πρέπει να διατηρήσει στο ακέραιο τη μνήμη των θυμάτων. Κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης θα σκεφθεί πως ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος αν είχαμε και άλλους Κλάρσφελντ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου