Σιδεριές κάθε είδους και μορφής πακτώνονται πάνω στους τοίχους, σε μάντρες, σε μεσοτοιχίες, σε ταράτσες.
Μεταλλικά ρολά, ίδια μ’ αυτά των καταστημάτων, κατεβαίνουν τη νύχτα έξω από παντζούρια και ασφαλίζουν με χοντρές κλειδαριές.
Το σπίτι θωρακίζεται με βαριές πόρτες που ασφαλίζουν με αμπάρες που χώνονται βαθιά μέσα σε στέρεες μεταλλικές κάσες.
Το περικυκλώνουν μάντρες ψηλές, αδιάβατες, με λόγχες που κοιτούν τον ουρανό, για να αποτρέψουν κάθε πιθανή σκέψη σε κάποιον να πλησιάσει και να τις δρασκελίσει.
Ακόμη και μπαλκόνια κλείνονται από πάνω μέχρι κάτω με μεταλλικά πλέγματα που μοιάζουν από μακριά με υπερμεγέθη κοτέτσια.
Κάμερες ελέγχουν κάθε κίνηση και ειδοποιούν με τσιριχτές σειρήνες όλη τη γειτονιά που ακούγοντάς τες κλειδαμπαρώνεται ακόμη περισσότερο.
Ακόμη και πουλί πετάμενο ελέγχεται. Ποιο είναι, πού πετάει, προς ποια κατεύθυνση, σε τι ύψος και γιατί. Δυνατοί προβολείς κάνουν τη νύχτα μέρα.
Οχι, εδώ δεν επιτρέπονται οι σκιές! Οι σκιές είναι πιθανοί κίνδυνοι.
Σταδιακά το σπίτι μετατρέπεται σε μικρό φρούριο. Γίνεται σιδερόφρακτο!
Μπορεί να μοιάζει με κακάσχημη απόρθητη φυλακή και τα δωμάτια να ’χουν μεταλλαχθεί σε αποκρουστικά κελιά φυλακισμένων, όμως αυτό δεν ενοχλεί κανέναν. Προέχει η ασφάλεια!
Ετσι, αντί να προσκαλεί τον επισκέπτη, εμποδίζει και αποτρέπει, απαγορεύοντάς του να διαβεί το κατώφλι του.
Από φιλικό έχει γίνει εχθρικό. Αναρωτιέσαι αν τελικά όλα αυτά τα σίδερα εμποδίζουν κάποιον να μπει ή αυτόν που κατοικεί μέσα να βγει και να δραπετεύσει.
Ετσι η πόλη μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο απ’ αυτό που ήταν και αποτελείται από μικρά ξεχωριστά, περίκλειστα και ασύνδετα καγκελόφραχτα φρούρια.
Στέκουν το ένα δίπλα στο άλλο και στρέφουν όλα την πλάτη προς τον δρόμο και τον δημόσιο χώρο της πόλης, αλλά και στα γειτονικά τους.
Η εσωστρέφεια σε όλο της το μεγαλείο. Δεν υπάρχει έξω, παρά μόνο μέσα. Ενα μέσα σκοτεινό, αποπνικτικό, μελαγχολικό.
Η ανασφάλεια και ο τρόμος έχουν κατακυριεύσει την πόλη.
Ο φόβος να χάσει κάποιος και αυτά τα λίγα, τα ελάχιστα που του έχουν απομείνει, τον κάνει να κλείνεται ολοένα και περισσότερο στο μικρό του διαμέρισμα.
Να χώνεται πιο βαθιά στον καναπέ του, για να αισθάνεται πιο ασφαλής και το μόνο ανοιχτό παράθυρο προς τον κόσμο είναι εν τέλει η οθόνη της τηλεόρασης.
Ολα τα άλλα ούτως ή άλλως είναι θεόκλειστα, σκοτεινά και καλά ασφαλισμένα.
Και βέβαια, αυτό το φωτεινό, πολύχρωμο, γυάλινο παράθυρο των ψευδαισθήσεων προσθέτει μέρα τη μέρα περισσότερο φόβο, περισσότερη ανασφάλεια, προπαγανδίζοντας καθημερινά, με αμείωτη ένταση τον ατελείωτο τρόμο.
Εναν τρόμο παγκόσμιο. Τον τρόμο που παραλύει, ναρκώνει και οδηγεί στην άνευ όρων παραίτηση από κάθε τι και κυρίως από όλα εκείνα που έχουν να κάνουν με τον δημόσιο χώρο της πόλης.
Τον χώρο που φαντάζει πλέον εχθρικός και δεν ομοιάζει σε τίποτα με εκείνον της Αρχαίας Αγοράς, της Δημοκρατίας, της συναναστροφής, των κοινών δράσεων και αποφάσεων, της αλληλεγγύης.
Οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα είναι χώροι ανοίκειοι για τον σημερινό κάτοικο των πόλεων. Χώροι ανασφαλείς, γεμάτοι σκιές.
Ο σύγχρονος κάτοικος της πόλης μετατρέπεται σιγά σιγά σ’ ένα φοβισμένο, μουδιασμένο, άβουλο πλάσμα. Και άρα ακίνδυνο!
Δεν πρόκειται να αντιδράσει, να διεκδικήσει, να συμμετάσχει. Απλώς μόλις τελειώσει το 8ωρο, αν έχει ακόμη εργασία, τρέχει έντρομο να κρυφτεί μέσα στο θωρακισμένο ασφαλές κουτί του.
Το δικό του κελί, τη δική του προσωπική φυλακή. Να κοιτάει με τρομαγμένο βλέμμα πίσω από τα πυκνά κάγκελα που το ίδιο τοποθέτησε στο παράθυρο.
Και αυτός ο φόβος, ο τόσο καλά μεθοδευμένος και κατευθυνόμενος, βγάζει όπως είναι επόμενο στην επιφάνεια όλα εκείνα τα ζωώδη ένστικτα αυτοσυντήρησης του ανθρώπου.
Γίνεται επιθετικός μέσα στην παράλογη ανασφάλεια που του έχει επιβληθεί.
Ερμαιο φυσικά όλων εκείνων που επενδύουν στον φόβο και στο μίσος.
Security! Η λέξη-κλειδί της σύγχρονης πόλης.
Πάνω εκεί καταρρέουν ολόκληρες ιδεολογίες, δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αίμα στο παρελθόν, θεσπίζονται συνεχώς νέα απάνθρωπα μέτρα, στο όνομα πάντοτε της ασφάλειας και φυσικά της τάξης.
Πάνω εκεί κλείνεται, ολοένα και περισσότερο, καθένας στο καβούκι του.
Οχι, δεν φτάσαμε ακόμη στον πάτο του βαρελιού. Υπάρχει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Γι’ αυτό καθίστε καλά, φρόνιμα.
Πάντοτε υπάρχει χειρότερο απ’ αυτό που βιώνετε.
Παλιά, τα τείχη της πόλης την περικύκλωναν- για να την προστατεύσουν από τον εξωτερικό εχθρό.
Σήμερα ο εχθρός βρίσκεται εντός των τειχών. Δίπλα μας!
Κοιτάζουμε γύρω μας συνεχώς καχύποπτα, δεν εμπιστευόμαστε κανέναν ευρισκόμενοι διαρκώς σε μια κατάσταση άμυνας και άγχους.
Ο ένας φοβάται τον άλλο. Ο άλλος, ο ξένος, ο διαφορετικός, ναι, αυτός πρέπει να’ ναι σίγουρα ο εχθρός. Αυτός πρέπει το δίχως άλλο να ευθύνεται για τα δεινά μας.
Κι ολοένα τα σπίτια μετατρέπονται σε φρούρια-φυλακές.
Στην πόλη μαζί με τα κάγκελα, τους φράχτες, τις κάμερες που δεν ξέρεις ποια παρακολουθεί ποιον (αφού ο Μεγάλος Αδελφός είναι πάντοτε αόρατος), απλώνεται μια βαριά και επικίνδυνη σκοτεινιά.
Ο φόβος διαλύει, καταλύει και κλέβει ό,τι πιο πολύτιμο υπάρχει.
Την ελευθερία του ατόμου. Την ελευθερία να χαίρεται την ομορφιά της ζωής, το φως, τη συμμετοχή στο καθημερινό γίγνεσθαι της πόλης.
Από ενεργό και υπεύθυνο πολίτη τον μετατρέπει σε υπόδουλο υπηρέτη της αφόρητης μοναξιάς του.
Παρατηρώντας την πόλη, είναι σαν να αφουγκράζεσαι τους χτύπους της καρδιάς των ανθρώπων της. Τι ακούς;
*Στίχος από το γνωστό τραγούδι του Τζίμη Πανούση.
**Αρχιτέκτων-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ