Τρεις παρά δεκατρία, ακριβώς∙ τρεις παρά δέκα περνάει το τοπικό λεωφορείο, δυο τετράγωνα απόσταση∙ τσεκαρισμένο ότι προλαβαίνω.
Ο διάολος και τα, μην πω… αυτόματα ασανσέρ (σαν τον αυτόματο «κόφτη» που λένε να μας φορέσουν). Το ασανσέρ που κάλεσα από το ισόγειο στον τρίτο το είχε καλέσει και άλλος και, θέλοντας και μη, ανέβηκα στον πέμπτο∙ ήταν ένας ντελιβεράς∙ φτιαξιά Ασιάτη μετανάστη.
Ετσι, βγαίνοντας από την πολυκατοικία, κουνούσα το μαντίλι στο λεωφορείο, που ήταν σταματημένο μεν, αλλά που μόλις ξεκινούσε. Το πήρα με το πόδι για τον σταθμό του Ηλεκτρικού στο Ηράκλειο (ο χρόνος είναι ο ίδιος, συχνά με το πόδι πας και πιο γρήγορα, αλλά δεν είναι και για μεσημέρι καλοκαιριού!).
Δεν είχα περπατήσει δέκα λεπτά, στον κεντρικό δρόμο της περιοχής, και στα είκοσι μέτρα είδα ένα «πτώμα» φαρδύ-πλατύ καταμεσής στην άσφαλτο! Δυο-τρία αυτοκίνητα είχαν σταματήσει, αμήχανοι οι οδηγοί, άντρες και γυναίκες, δεν ήξεραν τι να κάνουν, πολύ πιθανόν και να φοβόντουσαν, «κοίτα να δεις πράματα...» ψέλλισε κάποιος αποδοκιμαστικά.
Το «πτώμα» βέβαια σάλευε∙ έκανε κάποιες υποτυπώδεις κινήσεις, ίσα που να φαίνεται ότι δεν είναι εντελώς πτώμα. Το μυαλό μου –με πρόσφατον μάλιστα χαμό οικείου μου προσώπου, νεότατου– πήγε αμέσως στην πρέζα. Πλησίασα. «Θες βοήθεια;», ρώτησα. «Να σηκωθώ, άνθρωπε! Επεσα και χτύπησα! Βοήθησέ με να σηκωθώ!».
Τον σήκωσα. Ελαφρύς. Και νέος. Καμιά τριανταπενταριά. «Πεινάω» είπε. «Εχεις ένα ταληράκι να φάω κάτι;». «Ταληράκι είναι πολύ», είπα γελώντας με την «ταρίφα». Εψαξα για ψιλά στην τσέπη, είχα ένα ευρώ και δύο πενηντάλεπτα, του τα έδωσα, τα αυτοκίνητα ξανάβαλαν μπρος, εγώ συνέχισα τον δρόμο μου… Μονόδρομος σ’ εκείνο το σημείο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου