Ριζοσπαστικές Αναγνώσεις-Λαογραφία
Η δύναμη της γυναίκας
Είναι αδιαμφισβήτητη η συμβολή της γυναίκας στην οικιακή οικονομία, ειδικά στις αγροτικές περιοχές της χώρας. Μαζί με τους άντρες στα χωράφια, ίδια σκληρή δουλειά, αλλά ταυτόχρονα: φροντίδα των παιδιών, μαγείρεμα, σκούπισμα, πλύσιμο, σιδέρωμα και όλα τα... συμπαρομαρτούντα της ελληνικής (όχι μόνον αυτής βεβαίως) υπαίθρου.
Δεδομένης της απαγορευτικής παρουσίας των γυναικών στην κοινωνική ζωή, οι γυναίκες της περιφέρειας ανέπτυξαν δικές τους μορφές επικοινωνίας, που ίσως ξάφνιασαν τους άντρες, αλλά κατάφερναν να ισορροπήσουν και να «ιδρύσουν» μια δική τους κοινωνία, παραπλήσια των αντρών, όπως αποδείχτηκε στο διάβα του χρόνου.
Το κουτσομπολιό είναι βαθιά πολιτική πράξη, ισοδύναμη του καφενείου, της δημοτικής κοινότητας, της «αρσενικής» εν γένει αγοράς.
Κουβαλάει πολλά η ιστορία της Ελληνίδας της επαρχίας - και διδάσκει άλλα τόσα για το ποιοι είμαστε, πώς ωριμάσαμε ως οντότητες αλλά και ως έθνος, ποιες οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. ποια η παιδαγωγική των γονιών, τι ρόλο έπαιξαν οι κοινότητες στα προβλήματα, οικονομικά και ηθικά, που ανέκυπταν κυρίως στον σεξουαλικό τομέα. και πολλά άλλα που έχουν προσεγγιστεί από λαογράφους, ανθρωπολόγους, κοινωνικούς επιστήμονες και λοιπούς «ειδικούς».
Η ματιά όμως μιας συγγραφέως έχει τη δική της οπτική. Οι μαρτυρίες πάντα μαγνητίζουν και προσφέρουν μια διαφορετική ανάγνωση, ακόμη και όταν είναι στο φαντασιακό της πεδίο.
Το ότι υπόβαθρο των ιστοριών είναι η μουσική προσδίδει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον στην αφήγηση διότι απαιτεί καλή γνώση της λαϊκής αυτής, αδιασάλευτης στην πορεία του χρόνου, τέχνης, απαλλαγμένης μάλιστα από συντηρητισμούς και απαξίωση εκ μέρους της κυρίαρχης τάξης της χώρας.
Η μουσική οδηγεί στον χορό, αυτός με τη σειρά του στην απελευθέρωση του σώματος καθώς και στη γενική πεποίθηση ότι το σώμα μας δεν έχει ενοχές, γιατί μέσα του κατοικούμε όλοι μας, είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι. Το γυναικείο σώμα είναι η απαρχή της εκδίωξης όλων των προκαταλήψεων σχετικά με την «ενοχή» του και την προστασία του από το κακό τάχα. Δεν είναι λίγο.
Επιμέλεια: Γιώργος Σταματόπουλος
❖❖❖❖❖
Φύλο και παραδοσιακή μουσική στην περιοχή της Καρδίτσας είναι ο υπότιτλος του βιβλίου της Κοζιού. Αποτελεί το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγκιβωτίζει την προσπάθειά της να κατανοήσει τον πολιτισμό της υπαίθρου μέσα από την οπτική των γυναικών.
Για τον λόγο αυτό αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου σε μια διερεύνηση του τρόπου που οι πρώτες μελέτες απεικονίζουν τη θέση της γυναίκας στον πολιτισμό και τις κοινωνικές πρακτικές, στις οποίες οι γυναίκες κινούνταν σ’ έναν συγκεκριμένο χώρο (ιδιωτικός, σπίτι) και η συμπεριφορά τους οριζόταν από αρνητικές έννοιες (ντροπή κι επικίνδυνη η γυναικεία σεξουαλικότητα), όταν παραβίαζε τους κανόνες που άλλοι έθεταν.
Από το χοροστάσι στην πίστα είναι ο κύριος τίτλος του βιβλίου. Με άλλα λόγια, επικεντρώνεται στις πολιτισμικές αλλαγές στην ελληνική περιφέρεια χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη σχέση της γυναίκας με το τραγούδι. Χρησιμοποιεί την ιστορία τεσσάρων γυναικών για να βάλει το νυστέρι της βαθιά στο σώμα της υπαίθρου απελευθερώνοντας τις γυναικείες φωνές που μεταφέρουν την αθέατη συνεισφορά των γυναικών στη δημιουργία και την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών.
Οι τέσσερις γυναικείες φωνές αξιοποιούν την ευκαιρία που τους δίνεται και αρθρώνουν τον δικό τους λόγο. Παρουσιάζουν τη δική τους ματιά, που συχνά επισκιάζεται από τη θεσμική σιωπή στην παραδοσιακή κοινωνία, στην οποία η γυναίκα μιλούσε δημόσια με το στόμα των αρσενικών μελών.
Αυτή είναι και η μεγαλύτερη συνεισφορά του βιβλίου. Ολοι μας έχουμε ακούσει αυτές τις φωνές. Μπορεί να ανήκουν στις γιαγιάδες, στις μανάδες, στις αδερφάδες, στις γειτόνισσες. Μας είναι οικείες. Κατά κανόνα ταυτίζονται με την καρτερικότητα. «Ετσι είναι ο κόσμος, παιδάκι μ’», η πρόχειρη επιχειρηματολογία.
Αλλοτε, η προσφυγή στα οικεία βιώματα του παρελθόντος γίνεται ένα ατέλειωτο μοιρολόι για τη χαμένη ζωή, για τη σκληρή ζωή στα χωράφια, για τη χηρεία, για τις συμφορές, για τις στερήσεις, για τον διαρκή αγώνα, για τους πολέμους, για τις αδικίες του κράτους που δεν έστερξε το ίδιο όλους τους πολίτες του.
Είναι οι ιστορίες τεσσάρων γυναικών που οριοθετούνται σε παράλληλους χώρους, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν οργανικά τμήματα της ίδιας ιστορίας της ελληνικής κοινωνίας με τις αντιφάσεις της, τις κοινωνικές αλλαγές και τους μετασχηματισμούς.
Ως υπόστρωμα και των τεσσάρων ιστοριών είναι το τραγούδι και η σχέση των γυναικών μ’ αυτό. Η σχέση αυτή είναι ο τρόπος που επέλεξε η Κοζιού να μιλήσει για τα πάθη αλλά και τις κορυφώσεις στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα.
Η ιστορία της Αναστασιάς είναι η πρώτη. Η Αναστασιά παρουσιάζει τα πράγματα μες στη γυμνότητά τους. Οι «παλιο-Εύες», οι γυναίκες της οικογένειας και της κοινότητας που αντιμετωπίζονται υποτιμητικά, διαμορφώνουν έναν εντυπωσιακό ορθολογισμό στη διαχείριση των ιδιωτικών αλλά και δημόσιων υποθέσεων.
Η διαχείριση της σεξουαλικότητας και ο έλεγχος της έκφρασής της ήταν ένα βαρύ φορτίο που επωμιζόταν η γυναίκα ώστε να μη «στιγματίσει» όλη την οικογένειά της αν κάποιοι αξιοποιούσαν τις εκτός παραδοσιακών πλαισίων κινήσεις του σώματός της για να τη χαρακτηρίσουν «αμπδάλω» (μπουρδελιάρα).
Η ιστορία της Παναγιώτας είναι εξιστόρηση των παθών του ελληνικού λαού από το 1940 ώς και τη μετεμφυλιακή περίοδο. Είναι η ιστορία ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα βιώματα μιας πρωταγωνίστριας των γεγονότων, η οποία βασανίστηκε, φυλακίστηκε κι έζησε με την προσμονή του θανάτου.
Κόντρα σ’ αυτό το καμίνι του εμφύλιου διχασμού αναδεικνύεται η μεγαλοψυχία των απλών ανθρώπων, του Δημοκρατικού και του Εθνικού Στρατού, που συναντώνται μέσα σε μια χιονοθύελλα στον αυχένα της Νιάλας, κάνοντας μια ιδιότυπη ανακωχή. «Είμαστε αδέρφια, μη μας πειράζετε, ούτε εμείς θα σας πειράξουμε».
Η ιστορία της Αλεξάνδρας μεταφέρει τη μετακίνηση από το χοροστάσι στην πίστα. H γυναίκα της μεταπολεμικής περιόδου αναγκάζεται να βγει στη μη προστατευμένη από την οικογένειά της αγορά εργασίας. Για την Αλεξάνδρα που γίνεται επαγγελματίας τραγουδίστρια η φαινομενική απελευθέρωσή της ως γυναίκας συνιστά απαξίωση της γυναικείας οντότητας.
Η τέταρτη ιστορία εστιάζεται στον γάμο και τον γυναικείο χορό, όπως εξελίσσεται στο γαμήλιο γλέντι. Η πλήρης απελευθέρωση των χορευτικών ηθών και των ρόλων προσδίδει στην κομπανία και ειδικά στα κρουστά τη δυνατότητα να μεταβαίνουν ταχύτατα από το δημοτικό τραγούδι στο τσιφτετέλι, όπου το γυναικείο σώμα πρωταγωνιστεί, αψευδής μάρτυρας της απενοχοποίησης του σώματος.
Το δημοτικό τραγούδι είναι μια ακένωτη πηγή έμπνευσης. Οι νεότερες γενιές επανακαθορίζουν τη σχέση τους μ’ αυτό το υλικό, που πλέον έχει απενοχοποιηθεί από την ταύτισή του με μια συντηρητική οπτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου