Σε αυτό το -από άποψη οικονο
24.07.2016, 12:00 | Ετικέτες: κρίση, Ελλάδα, εργαζόμενοι, φτώχεια, Μνημόνιο, καταναλωτέςμικού ωφελιμισμού- παράδοξο κατέληξε η μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών με τίτλο «Κρίση κατανάλωσης και κρίση status: ταξικές διαφορές των επιπτώσεων της κρίσης και δείκτες ευζωίας στην Αθήνα του 2013», που εκπόνησε ο ερευνητής Δημήτρης Εμμανουήλ και δημοσιεύεται στον πρόσφατο συλλογικό τόμο του Κέντρου «Κοινωνικές τάξεις και κατανάλωση», που επιμελήθηκαν και κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδόσεις «Αλεξάνδρεια».
Η χρονιά αναφοράς δεν είναι τυχαία: το 2013 η καμπύλη της κρίσης φαινόταν να έχει τερματίσει, μετά από μια ελεύθερη πτώση του ΑΕΠ σε σχέση με το 2008 κατά 25% και μείωση της ιδιωτικής κατά κεφαλήν κατανάλωσης σε πραγματικές αξίες κατά 28%, την ίδια στιγμή που η ανεργία σκαρφάλωνε στο 27,5%. Και μπορεί ο δημόσιος λόγος να θρηνούσε την καταστροφή της μεσαίας τάξης, ωστόσο δεν αντιμετώπιζε και τα πιο σοβαρά προβλήματα αφού, όπως παρατηρεί ο ερευνητής, «αναμφισβήτητα οι πολιτικές αποδόμησης και οικονομικής υποβάθμισης υπήρξαν πολύ πιο δραστικές στον χώρο της εργατικής τάξης».
Τι κατέδειξε η έρευνα που έκανε το 2013 το ΕΚΚΕ για την κατανάλωση και τις κοινωνικές τάξεις στην Αθήνα και βασίστηκε σε δομημένες συνεντεύξεις σε τυχαίο δείγμα 2.520 νοικοκυριών στην ευρύτερη περιφέρειά της;
Εξετάζοντας τα στοιχεία της κατανάλωσης, τα ανώτερα επαγγελματικά στρώματα είχαν σχετικά μικρότερη πτώση καταναλωτικών δαπανών σε σύγκριση με την εργατική τάξη και κατά πολύ μικρότερη σε σύγκριση με την κατώτερη μεσαία τάξη, όπως είναι οι υπάλληλοι γραφείου και οι απασχολούμενοι στο εμπόριο.
Δαπάνες
❑ Από το 2001 (εισαγωγή στο ευρώ) έχουμε μια συνεχή άνοδο της κατά κεφαλήν ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης που ενισχύει η υπερβολή του διαστήματος των Ολυμπιακών Αγώνων και απογειώνει η πιστωτική κορύφωση του 2004-2008. Η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης μεταξύ 2008 και 2013 έφτασε το -28,1%, αλλά σε σύγκριση με το 2003 το πραγματικό επίπεδο κατανάλωσης ήταν χαμηλότερο κατά -15,2%.
Ωστόσο, η μείωση δαπανών δεν ήταν όμοια σε όλους τους τομείς κατανάλωσης, καθώς στη διατροφή ήταν -11,5%, ενώ σε τομείς που σχετίζονται με την κοινωνική παρουσία αλλά όχι βασικές ανάγκες, η πτώση του επιπέδου διαβίωσης ήταν πολύ μεγαλύτερη: σχεδόν στο μισό έπεσαν οι δαπάνες για ένδυση (-49,1%), -47,9% στην εστίαση, -32,6% στην αναψυχή-πολιτισμό.
Στο σύνολο των αγορών η πτώση της κατανάλωσης της ευρείας μεσαίας τάξης ήταν πιο περιορισμένη σε σύγκριση με την εργατική τάξη κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, ενώ εμφανίζεται δυσμενέστερη για μεγάλες κατηγορίες της κατώτερης μεσαίας τάξης και των μη χειρωνακτικών εργατικών επαγγελμάτων.
❑ Τη σαφώς δυσμενέστερη θέση της εργατικής τάξης καταδεικνύουν τα ποσοστά ανεργίας ανά επαγγελματικό στρώμα, όπου έχουμε μια κλιμάκωση: ενώ στα ανώτερα στρώματα κυμαίνεται μεταξύ 12-15%, στα κατώτερα σχεδόν τριπλασιάζεται, αγγίζοντας το 35-40% και δίνει τον μέσο όρο 26,5%.
Δείκτες ευζωίας
Δείκτες ευζωίας
Ωστόσο, στην υποκειμενική καταγραφή των επιπτώσεων της κρίσης με τους κλασικούς δείκτες ευζωίας και στο ερώτημα πόσο ικανοποιημένοι είστε με τη ζωή σας συνολικά, σε σύγκριση με μια σαφώς ευνοϊκότερη εποχή με υψηλότερο κατά κεφαλήν επίπεδο κατανάλωσης, όπως το 2003, οι ερευνητές βρέθηκαν μπροστά σε δύο παράδοξα:
❑ Αφενός ο μέσος δείκτης ευζωίας για την Αθήνα δεν παρουσιάζει μεταβολή το 2013 συγκριτικά με δέκα χρόνια πριν.
❑ Αφετέρου, εξετάζοντας τα μεγάλα επαγγελματικά στρώματα, τα ανώτερα στην κοινωνική ιεραρχία εμφανίζουν σε σύγκριση με το 2003 μείωση του δείκτη ευζωίας, ενώ αντίθετα τα ευρύτερα εργατικά στρώματα μικρή αύξηση, δύο μεταβολές που είναι αντίθετες με τις ταξικές διαφορές στην ένταση των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης.
Πώς είναι δυνατόν το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή ή το αίσθημα ευτυχίας να μην παρακολουθεί την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών; Η προσπάθεια κατανόησης του παράδοξου συνεκτιμά έννοιες όπως η «σχετική θέση» των κοινωνικών στρωμάτων και τα επίπεδα ανάπτυξης και προσδοκιών της κοινωνίας. Τα αισθήματα ευζωίας μπορεί να παραμείνουν σταθερά αν οι προσδοκίες της κοινωνίας προσαρμοστούν στο νέο επίπεδο ανάπτυξης και αν η σχετική θέση των κοινωνικών στρωμάτων δεν αλλάξει.
«Το κλειδί για την κατανόηση των ταξικών διαφορών στη μεταβολή των δεικτών ευζωίας κατά τη διάρκεια της κρίσης φαίνεται να είναι ότι τα ανώτερα μεσαία στρώματα έχουν ως μέτρο αναφοράς και ελκύονται πλέον από ένα νεότευκτο (μετά το 2000) υψηλό πρότυπο υλικής κατανάλωσης, με αποτέλεσμα κατά ένα σημαντικό ποσοστό να βιώνουν την κρίση μετά το 2008 ως “κρίση στάτους”, δηλαδή ως υποβιβασμό της σχετικής κοινωνικής θέσης τους και ως αδυναμία επίτευξης του “αρμόζοντος” ποιοτικού προτύπου κατανάλωσης που ως υποκειμενική εμπειρία οδηγεί σε συγκριτικά μεγαλύτερη μείωση του αισθήματος ικανοποίησης από τη ζωή», εξηγεί στην «Εφ.Συν.» ο κ. Εμμανουήλ και συνεχίζει:
Αυτό οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση των κοινωνικών διαφορών στους δείκτες ευζωίας, που είναι ούτως ή άλλως μικρές καθώς τα διάφορα κοινωνικά στρώματα συγκρίνουν την κατάστασή τους με τους όμοιους ή πλησιέστερους ανώτερους: έτσι, ενώ το μέσο οικογενειακό εισόδημα των ατόμων του διευθυντικού-επαγγελματικού στρώματος είναι 2,3 φορές μεγαλύτερο από αυτό των ανειδίκευτων εργατών, ο μέσος δείκτης ικανοποίησης από τη ζωή είναι μόνο 1,3 φορές μεγαλύτερος
Γεγονός είναι ότι πέρα από τη μείωση εισοδήματος και κατανάλωσης κατά την οικονομική κρίση που έπληξε όλους και δυσανάλογα περισσότερο τα εργατικά στρώματα, αποκαλύπτοντας και το ταξικό της πρόσημο, η «μεσαία τάξη» βίωσε μια υποβάθμιση της σχετικής της θέσης, μια κρίση στάτους.
Το περίφημο πρότυπο κατανάλωσης
Ποιο είναι αυτό το περίφημο ανώτερο πρότυπο κατανάλωσης; Αν τα μεγάλα σπίτια και τα αυτοκίνητα αποτελούν κύρια στοιχεία της ευμάρειας που επικρατούσε το διάστημα πριν από την κρίση (1999-2008), σύμφωνα με τα στοιχεία των αντίστοιχων ερευνών οικογενειακών προϋπολογισμών, τα Ι.Χ. ανά νοικοκυριό στις μη αγροτικές περιοχές αυξήθηκαν κατά 83,7% (από 0,514 σε 0,944) και το ποσοστό με κατοικίες άνω των 100 τ.μ. κατά 72% (από 15,7% σε 27%).
Και μπορεί το 2013 να είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια συνεχούς πτώσης των εισοδημάτων και της κατανάλωσης από την έναρξη της βαθιάς ύφεσης του 2009, αλλά, με εξαίρεση τη συχνότητα των καταναλωτικών δραστηριοτήτων και το ύψος ορισμένων δαπανών, οι βασικοί δείκτες υλικού πλούτου και πολυτελούς κατανάλωσης δεν πτοήθηκαν και συνεπώς συνεχίζουν να λειτουργούν ως πρότυπο σύγκρισης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του 2013, λόγω της κρίσης μόνο το 5,2% του συνόλου είχε αλλάξει κατοικία, κυρίως ενοικιαστές (67,3%). Σε ό,τι αφορά τα αυτοκίνητα, την περίοδο 2009-2013 οι ετήσιες αποσύρσεις στην Αττική ήταν 1,5-2% και πάντως παραπλήσιες με αυτές της διετίας 2007-2008, ενώ απόλυτες μειώσεις του στόλου εμφανίστηκαν μόνο το 2012 και το 2013, σε ποσοστά που δεν ξεπέρασαν το 0,5% - τα ποσοστά πιθανόν να ήταν υψηλότερα στα πολυτελή και πλέον δαπανηρά αυτοκίνητα, χωρίς να μεταβάλλουν ωστόσο ριζικά την εικόνα για την κοινωνική έκταση της υψηλής κατανάλωσης, παρατηρεί ο ερευνητής.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ: Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΗΣ
Τεχνικές προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα
Τον 19ο αιώνα στις ΗΠΑ τα πιο οικονομημένα στρώματα μέμφονταν για σπάταλα τα λαϊκότερα: ότι δεν αποταμίευαν ώστε να προκόψουν και να ανέλθουν κοινωνικά. Διάφορα έχουμε ακούσει όλο αυτό το διάστημα για το πώς φτάσαμε ώς εδώ. Με κυρίαρχο τον κατεστημένο λόγο ότι «τρώγαμε περισσότερα απ’ όσα παράγαμε», μέχρι το ακραίο «μαζί τα φάγαμε», καθιστώντας τις ευθύνες συλλογικές, λες και όλοι μαζί διαχειριστήκαμε τον δρόμο για την καταστροφή από θέση εξουσίας, ώστε να γίνονται αόρατοι οι πραγματικά υπεύθυνοι.
Κάτι που μπορεί να μην έχει εύκολη απάντηση, ωστόσο η διερεύνησή του έχει πολλά να μας μάθει για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα.
«Καταναλωτικές λογικές στον καιρό της κρίσης: αναστοχασμός και προσαρμογή» είναι το θέμα που μελέτησε ο Νίκος Σουλιώτης για το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και δημοσιεύεται στον συλλογικό τόμο «Κοινωνικές Τάξεις και Κατανάλωση», που εκδόθηκε πρόσφατα (Αλεξάνδρεια), διερευνώντας τους ηθικούς λόγους που συνοδεύουν την προσαρμογή των προτύπων κατανάλωσης των ατόμων μέσα στην κρίση, η οποία υποχρέωσε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να ελαττώσουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες, επανακαθορίζοντας τις προτεραιότητές τους στις νέες συνθήκες.
«Καταναλωτικές λογικές στον καιρό της κρίσης: αναστοχασμός και προσαρμογή» είναι το θέμα που μελέτησε ο Νίκος Σουλιώτης για το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και δημοσιεύεται στον συλλογικό τόμο «Κοινωνικές Τάξεις και Κατανάλωση», που εκδόθηκε πρόσφατα (Αλεξάνδρεια), διερευνώντας τους ηθικούς λόγους που συνοδεύουν την προσαρμογή των προτύπων κατανάλωσης των ατόμων μέσα στην κρίση, η οποία υποχρέωσε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να ελαττώσουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες, επανακαθορίζοντας τις προτεραιότητές τους στις νέες συνθήκες.
Τι διαπιστώνει η έρευνα; Με την εξαίρεση ελαχίστων που έμειναν προσκολλημένοι στο παρελθόν, διατυπώνοντας αισθήματα οδύνης για την απώλεια, η πλειονότητα υιοθετεί στάση αποδοχής της νέας κατάστασης με δύο τρόπους που προέρχονται από δύο διαφορετικά κοινωνικά στρώματα: τα μεσαία και ανώτερα τείνουν στην ηθική απαξίωση του καταναλωτισμού και του τρόπου ζωής πριν από την κρίση, ενώ τα λαϊκότερα στρώματα υιοθετούν μια στάση ολιγάρκειας, μέσα από τη χρήση της πρακτικής αίσθησης του μέτρου που υπάρχει στην καταναλωτική συμπεριφορά και εκτός περιόδων κρίσης.
Αν για τα μεσαία στρώματα η προσαρμογή σημαίνει μικρότερη συχνότητα αγορών και αναζήτηση ευκαιριών, για τα χαμηλά και λαϊκά στρώματα σημαίνει προσανατολισμό στα χρειώδη, καθώς ήταν ήδη προσεκτικοί, κάτι που εν μέρει συνεπάγεται πιο εύκολη προσαρμογή στις απαιτήσεις της κρίσης.
Η ανατροπή των καταναλωτικών συνηθειών έκανε πολλούς να αναρωτηθούν αν είχαν πέσει στην παγίδα του καταναλωτισμού. Ωστόσο ο προβληματισμός δεν είναι ελεύθερος, αφού τον επιβάλλει ο περιορισμός των εισοδημάτων και οι άνθρωποι για να αξιολογήσουν τι είναι σημαντικό χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα νοηματικά, πολιτισμικά και ηθικά κριτήρια, όταν έχουν την «πολυτέλεια» του αναστοχασμού, επειδή αυτοί που δέχονται τις μεγαλύτερες οικονομικές πιέσεις τείνουν να επικεντρώνονται στην απόκτηση του στοιχειώδους, με αποτέλεσμα ο προβληματισμός να αδυνατεί να καταλήξει σε μια συνολική άποψη για το καταναλωτικό πρότυπο.
Ομοιότητες με την Ισπανία
■ Αν κάτι εντυπωσιάζει, πάντως, είναι η σύγκριση με αντίστοιχη έρευνα στην Ισπανία, όπου για διαφορετικής φύσης χρέος κυριαρχεί η ίδια ερμηνεία ενοχοποίησης των ανθρώπων. Γιατί γίνεται αυτό; ρωτήσαμε τον ερευνητή.
Τα άτομα απαξιώνουν τον καταναλωτισμό, φτάνοντας να αμφισβητήσουν τον εαυτό τους, αλλά δυσκολεύονται να βρουν τα σταθερά κριτήρια για να διαμορφώσουν ένα νέο πρότυπο κατανάλωσης... Πολλοί άνθρωποι μου έθεταν το ερώτημα «πήγαινα ίσως και μία φορά τον μήνα το παιδί μου στο θέατρο, τώρα δεν μπορώ, ήταν σπατάλη αυτό;».
Η απαξίωση της καταναλωτικής υπερβολής ως αναντίστοιχης με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες χαρακτηρίζει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που επλήγησαν από την κρίση. Και εντυπωσιάζει, αφού η Ισπανία είχε πρόβλημα ιδιωτικού δανεισμού, ενώ η Ελλάδα δημόσιου, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετικές ερμηνείες της κρίσης.
Ωστόσο, φαίνεται ότι οι προσλήψεις των επιπτώσεων της κρίσης στην κατανάλωση εξαρτώνται λιγότερο από τη φύση του χρέους και περισσότερο από τη διάδοση ορισμένων ηθικών αξιολογήσεων που εν προκειμένω γεννιούνται από τη συνάντηση δύο λόγων: Από τη μία, των αρνητικών εικόνων (αντιπαραγωγικότητα, ανευθυνότητα κ.λπ.) των ημιπεριφερειακών εθνών της Ευρώπης, τις οποίες συντηρούν τόσο τα βορειοευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας όσο και οι εθνικές ελίτ και εν μέρει η κοινή γνώμη των ίδιων των χωρών αυτών.
Από την άλλη, του λόγου της νεοφιλελεύθερης απαξίωσης της κατανάλωσης εν μέσω κρίσης που επιβάλλουν οι κυρίαρχες σήμερα πολιτικές λιτότητας... Από αυτή την άποψη, οι ηθικές απόψεις αντανακλούν τους ηγεμονικούς λόγους για την κατανάλωση μέσα στην κρίση.
■ Δεν είναι και λίγο αμερικάνικης έμπνευσης η μετάθεση ευθυνών από τους ιθύνοντες στο άτομο για όλα τα δεινά;
Ναι, και βλέπουμε ότι οι άνθρωποι φορτώνονται με αισθήματα ενοχής για τον τρόπο ζωής που είχαν... Ωστόσο, αν εξαιρέσεις συγκεκριμένες ομάδες των λίγων που είτε δεν επλήγησαν είτε επλήγησαν πολύ λιγότερο, επειδή η καθίζηση αφορούσε όλη την κοινωνία και τα άτομα συγκρίνουν τη θέση τους με των άλλων, αυτό το γεγονός βοήθησε καλύτερα στην προσαρμογή στις νέες συνθήκες και περιόρισε τη δυσαρέσκεια, αφού η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου δεν γίνεται αντιληπτή ως προσωπική αποτυχία καθώς αποτελεί συλλογική κοινωνική εμπειρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου