Βαγγέλης Αυδίκος
Η Saab, διήγημα
Είναι η μέρα
του. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς κατεβαίνει στην πόλη με το καινούργιο αυτοκίνητο,
ένα χιλιοχτακοσάρι Saab.
Είναι το καμάρι του. ‘Άπαξ της εβδομάδος’ πλένονται με κάθε επισημότητα και οι
δύο, το σχόλιο της αδερφής του , σχολαστικής φιλολόγου που της αρέσει να παρεμβάλλει λέξεις της καθαρεύουσας στον καθημερινό της
λόγο. Δεν έχει άδικο όμως. Τα Σάββατά του είναι αφιερωμένα στην καθαριότητα.
Πρώτα, πλένει το αμάξι εξωτερικά. Έχει μια ξεχωριστή σχέση μαζί του, το Σάββατο είναι η μέρα που ανανεώνουν τη σχέση τους. Τις καθημερινές
τού γυρίζει την πλάτη. Το παρκάρει στο υπόστεγο. Για τις μετακινήσεις του
χρησιμοποιεί ένα Maruti,
600 κυβικά όλα κι όλα. Δεν το λυπάται καθόλου. Στραπατσαρισμένο από χτυπήματα
και γδαρσίματα, δεν έχει καταφέρει να κερδίσει τη συμπάθειά του.
Με το Saab είναι αλλιώς. Το καμάρι του. Του αφιερώνει ποιοτικό χρόνο ,
το διάβασε σ’ ένα περιοδικό για τους πολυάσχολους γονείς. ‘Ταιριάζει και για τη
δική μας περίπτωση. Το Σάββατο είναι η μέρα μας’, σκέφτηκε. Γύρω στις 10 το
πρωί το βγάζει από το υπόστεγο. Ανεβαίνει στο σπίτι και φτιάχνει τον μέτριο
ελληνικό του. Το πίνει στην επάνω βεράντα έχοντας μπροστά του το καμάρι του.
Μισή ώρα μετά, κατεβαίνει στο υπόγειο. Παίρνει τον κουβά, το μαλακό σφουγγάρι,
το πανί και το σαμπουάν- αγόρασε το καλύτερο στην αντιπροσωπεία στην Αθήνα. Ανεβαίνει
στον πλακόστρωτο δρόμο και αφήνει τη ματιά του να το αγκαλιάσει. Πλημμυρίζει η
τρυφερότητα γι’ αυτό το αμάξι. Είναι ένα από τα λίγα πράγματα που τον κάνουν
περήφανο. «Δικέ μου, είναι και το πρώτο», του είπε ο φίλος του ο Σπύρος. Η
κουβέντα τού έδωσε φτερά για όλη τη μέρα. Τη φέρνει στο μυαλό του κάθε φορά που
τον πιάνουν οι μαύρες του.
Το σαββατιάτικο
πρωινό απολαμβάνει την παρέα με το Saab. Αρχίζει με το
σφουγγάρι που το βουτάει στον κουβά με το σαμπουάν. Οι κινήσεις είναι μαλακές.
Κάθε σχέση θέλει ρυθμό. Το σφουγγάρι κυλάει απαλά πάνω στη λεία επιφάνεια. Αποφεύγει
να το πονέσει. Πάνω κάτω. Οριζόντια. Σα
να κάνει μασάζ. Βάζει σ’ αυτή την κίνηση όλη την αγάπη του γι’ αυτό το αμάξι
που τον κάνει περήφανο. Οι γυναίκες έρχονται και φεύγουν. «Το αμάξι σού
ανταποδίδει τη φροντίδα», μονολογεί. «Σε ταξιδεύει στα σύννεφα. Φέρνει τα όνειρα στη ζωή» Και
τότε, θυμάται τον αγαπημένο του ήρωα που με το δικό του αυτοκίνητο ένιωθε βασιλιάς των δρόμων. Ζήλευε τον ήρωα
του Τζακ Κέρουακ. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Δεν έκανε το βήμα να κατακτήσει τους δρόμους.
Μετά, αρχίζει
η μάχη με τη σκόνη στο εσωτερικό. Χρησιμοποιεί το επαναφορτιζόμενο σκουπάκι. Όλα,
όμως, έχουν τη σειρά τους. Πρώτη κίνηση η μουσική. Αποκλειστικά και μόνο τζαζ,
αδύνατο να προδώσει τον Κέρουακ. Δεύτερη κίνηση η καθαριότητα. Βγάζει τα
πατάκια, τα τινάζει και τα αφήνει πάνω στο σύρμα να λιαστούν, να αεριστούν.
Τρίτη κίνηση οι λεπτομέρειες. Αφαιρεί από κάθε σχισμή ό,τι σκουπιδάκι είχε
τρυπώσει εκεί. Και φτάνει η μεγάλη ώρα
των ονειρεμένων ταξιδιών του. Το γυάλισμα όλων των επιφανειών, που συνοδευόταν
πάντα από ταξίδι στο άγνωστο. Δεν αφήνει, όμως, τίποτε στην τύχη του. Κάθε
Παρασκευή προετοιμάζει την εβδομαδιαία απόδρασή του. Αγοράζει το περιοδικό Ταξιδεύοντας στο όνειρο, κλέβει ιδέες
και επιλέγει τον προορισμό του αλλά και εναλλακτικές διαδρομές . Το πανί που
βγάζει απ’ το ντουλαπάκι είναι το σημαιάκι που πέφτει στους αγώνες ταχύτητας
αγωνιστικών αυτοκινήτων . Ο αγώνας αρχίζει. Έχει γυρίσει σχεδόν όλη την Ευρώπη.
Μπορεί να μιλήσει για τα αξιοθέατα, τις πλατείες, τα μπαράκια, τις λαϊκές
αγορές, τα μεγάλα και μικρά μουσεία. Κι όλα αυτά χάρη στο Saab.
Όταν πέφτει η
σημαία του τερματισμού με το γυάλισμα όλων των επιφανειών αποσύρεται στο
εσωτερικό του σπιτιού για να κάνει ο ίδιος μπάνιο. Ολοκληρώνεται το
σαββατιάτικο πρωινό μ’ ένα ούζο στην μπροστινή βεράντα του σπιτιού, με τη ματιά
του να αγκαλιάζει το πεντακάθαρο
αυτοκίνητο.
Κατεβαίνει στην πόλη με το αυτοκίνητο μόνο
τα Σαββατοκύριακο και τις αργίες. Είναι η κοινή τους έξοδος. Κάθε φορά που το
παρκάρει στην παραλία, βγάζει από το ντουλαπάκι το
ειδικό πανί, το
σκουπίζει και ύστερα το χαϊδεύει. Το ίδιο κάνει και τώρα. Κατευθύνεται στο
μεγάλο πάρκιν της πόλης, απέναντι από τον παλιό καλοκαιρινό κινηματογράφο
«Ακταίον», διαλέγει μια θέση που να έχει απόσταση ασφαλείας από τα άλλα αυτοκίνητα, το
παρκάρει, ισιώνει το τιμόνι, οι ρόδες πρέπει να είναι σε απόλυτη ευθεία, βγάζει
το πανάκι, σκουπίζει τη σκόνη, το χαϊδεύει στα καπούλια και μετά παίρνει το
δρόμο για την κεντρική παραλία. Τούτη τη φορά είναι ήσυχος, μέρα Πρωτοχρονιάς
και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα λιγοστά.
Ανήμερα της
Πρωτοχρονιάς οι καφετέριες στην παραλία
είναι όλες κλειστές εξόν από την «Μποντέγκα».
Ο καιρός αρχίζει να ζεσταίνεται από τον ήλιο που ζωηρεύει, βρίσκει ένα απάνεμο
σημείο, κάθεται σε μια εσοχή του μαγαζιού που τον προστατεύει απ’ το αεράκι.
Βγάζει το κινητό του, ένα τελευταίας τεχνολογίας άι φόουν, και το ακουμπάει στο
τραπεζάκι. «Καλή χρονιά, κύριε», η νεαρή γκαρσόνα στέκει μπροστά του, το
διάπλατο χαμόγελό της αφήνει να φανεί η λευκή οδοντοστοιχία της. Στο μαγαζί
είναι λιγοστές οι παρέες και η νεαρή περιμένει υπομονετικά την παραγγελία του. «Έναν
ελληνικό μέτριο, ψημένο στο μπρίκι».
«Έχουμε μόνο
μηχανής», διευκρινίζει η νεαρή, ο τόνος της φωνής της μοιάζει απολογητικός.
«Ωχ! Τι γίνεται
τώρα».Νιώθει παγιδευμένος σε επιλογές άλλων, «δεν ξεκινάει με το δεξί η μέρα»,
μουρμουράει. Συνήθως, πίνει τον καφέ του αλλού, ο καφές στο μπρίκι είναι δύσκολη
υπόθεση στην παραλία. Νιώθει δυσφορία. Να φύγει; Και πού να πάει μέρα που
είναι; Μετά, είναι η θέα της θάλασσας, είναι
ο λόγος που περνάει σχεδόν κάθε
Σαββατοκύριακο στην πόλη του. Παραγγέλνει έναν διπλό εσπρέσο.
Δεν πρόλαβε η νεαρή να γυρίσει την πλάτη
της και χτύπησε για πρώτη φορά το τηλέφωνο. Προηγήθηκε ο πατέρας του, τον
ξυπνάει κάθε φορά από τον βαθύ ύπνο, «χρόνια πολλά παιδί μου, του χρόνου
διπλός». Η ίδια ευχή κάθε χρόνο, αλλάζει μόνο ο τόνος. Κάθε χρόνος που περνάει
η φωνή βαραίνει περισσότερο, η ανάσα του πλέον ακούγεται βαριά.
«Χρόνια πολλά,
Βασίλη…».
«Γειά σου,
Κώστα», τον γνώρισε αμέσως απ’ τη φωνή του.
«Ευχόμαστε να είσαι πάντα καλά. Ευχές κι από
τη Λίζα».
«Είναι καλά;
Έχω να την ακούσω πολλά χρόνια».
«Ταΐζει το
μωρό αυτή την ώρα…»
«Αποκτήσατε
παιδί; Και δεν μου τηλεφωνήσατε για τα ευχάριστα;» Κάτι πήγε να ψελλίσει ο
Κώστας, δεν τα κατάφερε.
«Άλλαξε κάτι
με σένα;» μπόρεσε μόνο να πει.
«Όχι. Συνεχίζω
μόνος κι ελεύθερος».
«Καλά. Και του
χρόνου, φίλε μου».
Ακούστηκε ο
ήχος του τηλεφώνου που έκλεινε. Ακουμπάει το τηλέφωνο στο τραπέζι, ενώ με το
άλλο χέρι βγάζει το μπλοκάκι από τη μέσα τσέπη του παλτού του. Το ανοίγει σε
μια λευκή σελίδα και σημειώνει.
Πρωτοχρονιά
2009
1ο
τηλεφώνημα. Κώστας και Λίζα από Αθήνα.
«Χαίρομαι που
τηλεφώνησε ο Κώστας. Αλλά η Λίζα; Γατί με αποφεύγει; Έχω πέντε χρόνια να τη δω
και να την ακούσω. Από τότε που μου ζήτησε να συναντηθούμε στο Περιστέρι, στο
σταθμό του Μετρό του Αγίου Αντωνίου. Στην πλατφόρμα επιβίβασης για την Αθήνα,
επέμεινε. Ακριβώς στις πέντε. Έπιασα ένα παγκάκι, το πιο απόμερο, και την
περίμενα. Δεν άργησε. Έκανα να την αγκαλιάσω, τραβήχτηκε. Χωρίς περιστροφές
μπήκε αμέσως στο θέμα της, αποφάσισε να δώσει τέλος στη δίχρονη σχέση μας.
Βαρέθηκε, μου είπε, να με περιμένει. Καλές οι ιδέες και τα όμορφα λόγια,
τριανταπεντάρισα, είπε. Σε πέντε λεπτά, εξαφανίστηκε. Πρόλαβε μόνο να μου
ζητήσει να μη πω κουβέντα στον Κώστα για τη σχέση μας.
Ήμουν πάντα
μπεσαλής στις σχέσεις μου. Δεν μου ξέφυγε καμία κουβέντα, μόνο «με πρόλαβες,
φιλαράκο» σχολίασα στα στέφανά τους, την ώρα που τον χαιρετούσα χτυπώντας τον
στον ώμο με τον τρόπο που το συνηθίζαμε και οι δύο. Ο Κώστας με πίεζε να
νοικοκυρευτώ, να παντρευτώ την Λίζα, «της αρέσεις, θα είστε ταιριασμένο
ζευγάρι», η Λίζα δεν θέλησε ποτέ να αποκαλύψουμε τη σχέση μας. Η Λίζα ήταν η
αφορμή να φύγω από την Αθήνα. Διάλεξα τα Γιάννενα, άνοιξα φοροτεχνικό
γραφείο. Ο Κώστας ποτέ όμως δεν με ξεχνάει, ευτυχώς
που ήσουν άτολμος, φιλαράκο, και σε πρόλαβα.. Η Λίζα είναι χρυσάφι».
Τεντώνει το
κορμί του να ξεμουδιάσει, η δυτική Ελλάδα έχει πολλή υγρασία, νιώθει τα κόκαλά
του σκεβρωμένα. Ευτυχώς, η εσοχή που διάλεξε είναι προσηλιακή, οι πρώτες
ηλιαχτίδες γλύφουν τις μύτες των παπουτσιών του. Ο Αμβρακικός είναι ήρεμος,
μόνο ένα ελαφρύ κυματάκι, σαν ένα παιχνίδισμα του νερού. Χτες παραμονή έβρεξε
πολύ και η ατμόσφαιρα είναι λαγαρή. Μπορεί να δει τις παραμικρές πτυχώσεις του
Αγίου Θωμά και της Λασκάρας.
Χτυπάει το τηλέφωνο, στην οθόνη εμφανίζεται μόνο ο
αριθμός του κινητού. Ποιος να είναι, αναρωτιέται, αυτούς που περιμένει τους
ξέρει όλους, έχει έναν κατάλογο με τα ονόματά τους. Γράφει στο σημειωματάριο.
2ο τηλεφώνημα. Η Βέτα, μια
αναπάντεχη κλήση.
«Χρόνια πολλά, κύριε
Βασίλη». Η φωνή μπάσα, δεν του θύμιζε κάποιο πρόσωπο.
«Η Βέτα είμαι». Η
φωνή ακουγόταν διστακτική. Σα να κατάπινε τις λέξεις.
«Η Βέτα;»
Προσπάθησε να πάρει πίσω το ερωτηματικό, μα η λέξη είχε ήδη πάρει την κλίση
της. Για δευτερόλεπτα σα να είχε νεκρώσει το ακουστικό. Μόνο κάποια γουργουρητά
από τα παράσιτα έρχονταν στο αυτί του.
«Εμπρός! Βέτα, μ’
ακούς;»
«Κύριε Βασίλη, με
συγχωρείτε που σας ενοχλώ αλλά….»
«Να σε συγχωρήσω
για ποιο πράγμα»
«Που πήρα το θάρρος…Νόμιζα..»
«Βέτα, σ’
ευχαριστώ για τις ευχές αλλά…» Διστάζει να συνεχίσει. Το μυαλό του τρέχει τρελά
να θυμηθεί κάτι, να ταυτίσει τη φωνή με κάποιο γνωστό του πρόσωπο. Μάταια. «Με
συγχωρείς , Βέτα, αλλά έχουμε συναντηθεί κάπου;»
«Ναι, κύριε Βασίλη.
Στο μπαρ που έχει φτιάξει στον πρώτο όροφο το γραφείο συνοικεσίων ‘Για μια
ευτυχισμένη οικογένεια’.
Ήταν αρκετή αυτή
η πληροφορία, έφερε μπροστά του την εικόνα. Ένα μικρό δυάρι στο κέντρο της
Αθήνας είχε γίνει μπαρ, τόπος γνωριμίας για όσους ήθελαν να γνωρίσουν κάποιον
σύντροφο. Οι περισσότεροι πάνω από σαράντα. Οι κουβέντες λιγοστές. Τα μάτια
όμως σκανάριζαν από την κορυφή ως τα νύχια. Κάποια στιγμή ένιωσα να σκανάρουν
τα χέρια μου. Τα μάτια ανήκαν σε μια νόστιμη καστανή, κοντά στα σαράντα. Μου
άρεσε αλλά δεν ήταν αυτό που θα με συντάρασσε. Αναζητούσα πάντα το διαφορετικό,
αυτό που σε ξεσηκώνει. Η καστανή δεν ήταν τέτοια. Η ματιά της γλυκιά, το σώμα
της καλοβαλμένο. Δεν είχε, όμως, πάνω της τη φλόγα που θα με παράσερνε. ‘Είσαι
νεραϊδοπαρμένος’, ήταν το σταθερό σχόλιο της σαραντάχρονης αδελφής του, με δυο παιδιά , που είχε
φαρδύνει μετά τις δυο γέννες. ‘Βρες μια καλή κοπέλα να κάνεις οικογένεια’, ήταν
η τελευταία φράση με την οποία έκλεινε πίσω την πόρτα της τις Κυριακές εκείνες
που του έκανε το τραπέζι στο σπίτι της. ‘Θα μείνεις γεροντοπαλίκαρο’.
Η καστανή, η Βέτα
όπως του συστήθηκε, σηκώθηκε όρθια, έβαλε κόκκινο κρασί στο ποτήρι της κι
ακούμπησε όρθια στον τοίχο, δίπλα του. «Βέτα». Ψέλλισε τ’ όνομά του, ένιωθε
άσχημα. Η απόφαση να δοκιμάσει την τύχη του στο γραφείο συνοικεσίων τον
τρομοκράτησε. Έπρεπε να χαλάσει το πρόγραμμά του. Δεν είχε όμως άλλα περιθώρια.
Το σφυροκόπημα της αδερφής του ήταν ανελέητο. Για ένα διάστημα σταμάτησε να
ανταποκρίνεται στην πρόσκληση για το κυριακάτικο τραπέζι, μόλο που η διακοπή
αυτής της συνήθειας αύξησε τη δυσφορία τις Κυριακές. Είχε βάλει τη ζωή του σε
κουτάκια. Η Φωτεινή, όμως, ήταν διαφορετικός χαρακτήρας. Του τηλεφωνούσε στο
σπίτι, «στενοχωράς τα παιδιά που σ’ έχουν συνηθίσει τις Κυριακές». Είν’ αλήθεια
πως το κυριακάτικο τραπέζι του έλειπε. «Δεν αντέχω τη μουρμούρα σου,
Φωτεινούλα».Η φωνή του μόλις που ακουγόταν. «Βάλε μυαλό, αδελφάκι. Βρες καμιά
γυναίκα να χουφτώσεις. Άσε το Saab στην ησυχία του, αυτοκίνητο είναι». Όλα καλά κι άγια. Έκανε
υπομονή σ’ ό,τι κι αν του έλεγε η μικρή του αδελφή. Αλλά όχι και το Saab!
«Παντρεμένος;» Η
φωνή της Βέτας τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
«Πώς σου ήρθε
αυτό;» Την κοίταζε παραξενεμένος. Μήπως παραείναι αδιάκριτη; Αλλά σε γραφείο
συνοικεσίων βρίσκεται.
«Η βέρα», του
απάντησε δείχνοντας το δεξί του χέρι. Κοίταξε ασυναίσθητα το χέρι. Είχε δίκιο,
μόνο που το ξεχνούσε. ΄
«Δεν είναι βέρα».
Ήταν της μάνας του. Λίγο πριν πεθάνει, του έδωσε τη βέρα της, ήθελε να τη δώσει
στη μέλλουσα γυναίκα του. Το υποσχέθηκε. Αργούσε όμως να παντρευτεί κι έτσι τη
φόρεσε ο ίδιος, ήθελε να κουβαλάει τη μάνα του.
«Με
συγχωρείτε, κύριε Βασίλη που σας ενόχλησα». Ο ήχος που τηλεφώνου που κλείνει
δίνει τέλος στην αμηχανία. Η λίστα του μεγαλώνει με το απροσδόκητο τηλεφώνημα.
Τα τηλεφωνήματα
συνεχίζονται. Κάθε φορά βάζει σε κύκλο το όνομα. Οι κύκλοι στη λίστα
πολλαπλασιάζονται κι αυτό φαρδαίνει το χαμόγελό του. Πάει για ρεκόρ
τηλεφωνημάτων φέτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου