Το πρώτο βιβλίο του ρωσοαμερικανού πολυβραβευμένου συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά είναι μια ανελέητα χιουμοριστική αυτοβιογραφία
Γκαρι Σταϊνγκαρτ
Μικρή ΑποτυχίαΜετάφραση Νίκος Α. Μάντης.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015,
σελ. 480, τιμή 9,90 ευρώ
Aπό παιδί η λέξη «Φέιλιουρτσκα» τον είχε στοιχειώσει. Σημαίνει «μικρή αποτυχία» και ήταν το «χαϊδευτικό» που του είχε βγάλει η εβραία μητέρα του αναμειγνύοντας τα ρωσικά με τα αγγλικά, παραδόξως όχι δίχως μια γερή δόση τρυφερότητας. Ο πατέρας του από την άλλη τον αποκαλούσε Σοπλιάκ, δηλαδή «μυξιάρη». Τελικά ήταν ο όρος της μητέρας που «ταξίδεψε από τα χείλη της μέχρι το ξεχειλωμένο χειρόγραφο» ενός μυθιστορήματος το οποίο κάποτε απορρίφθηκε από ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου της Αϊοβα. Η άτεγκτη σοβιετική μάνα είχε επαληθευθεί προς στιγμήν, όμως η ιστορία του γιου της δεν είχε πει την τελευταία της κουβέντα. Η πορεία του συγγραφέα που το περιοδικό «Granta» χαρακτήρισε «έναν από τους σημαντικότερους νέους αμερικανούς λογοτέχνες» ήταν τρικυμιώδης και ασθματική, όπως και ο ίδιος, αλλά τελικά ανοδική και λαμπρά επιτυχημένη. Από το Λένινγκραντ της παιδικής ηλικίας ως το Κουίνς της Νέας Υόρκης όπου μετακόμισαν οικογενειακώς στα επτά του χρόνια, όταν το 1979 επιτράπηκε σε πολλούς Ρωσοεβραίους να μεταναστεύσουν στην Αμερική με αντάλλαγμα τόνους σιτηρών και δυτικής υψηλής τεχνολογίας, ο εβραίος ρωσοαμερικανός πλέον Στάινγκαρτ συνέλεξε απογοητεύσεις, ματαιώσεις αλλά τελικά τις αντιπαρήλθε βρίσκοντας συχνά διέξοδο στο απίθανο χιούμορ και στην ώρες ώρες σχεδόν μαζοχιστικής χροιάς ικανότητά του για αυτοσαρκασμό. Ετσι η μητρική μομφή «Μικρή Αποτυχία» βρήκε τελικά τον δρόμο της για το εξώφυλλο του τέταρτου αμιγώς αυτοβιογραφικού βιβλίου του - και πρώτου που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Μετά τα ημιαυτοβιογραφικά και εξαιρετικά δημοφιλή «Τhe Russian debutante handbook», «Absurdistan», «Supersad love story», αυτός ο τόσο αγαπημένος συγγραφέας της Αμερικής έκανε στην ουσία μια κατάθεση ψυχής με σπαρακτική ειλικρίνεια και ξεκαρδιστικές περιγραφές για τις εμπειρίες του στη νέα γη της επαγγελίας αλλά και τις γλυκόπικρες αναμνήσεις από εκείνες της παλιάς, πάντα με άξονα τη σχέση του με τους δυσλειτουργικούς γονείς του.
Μικρή ΑποτυχίαΜετάφραση Νίκος Α. Μάντης.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015,
σελ. 480, τιμή 9,90 ευρώ
Aπό παιδί η λέξη «Φέιλιουρτσκα» τον είχε στοιχειώσει. Σημαίνει «μικρή αποτυχία» και ήταν το «χαϊδευτικό» που του είχε βγάλει η εβραία μητέρα του αναμειγνύοντας τα ρωσικά με τα αγγλικά, παραδόξως όχι δίχως μια γερή δόση τρυφερότητας. Ο πατέρας του από την άλλη τον αποκαλούσε Σοπλιάκ, δηλαδή «μυξιάρη». Τελικά ήταν ο όρος της μητέρας που «ταξίδεψε από τα χείλη της μέχρι το ξεχειλωμένο χειρόγραφο» ενός μυθιστορήματος το οποίο κάποτε απορρίφθηκε από ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου της Αϊοβα. Η άτεγκτη σοβιετική μάνα είχε επαληθευθεί προς στιγμήν, όμως η ιστορία του γιου της δεν είχε πει την τελευταία της κουβέντα. Η πορεία του συγγραφέα που το περιοδικό «Granta» χαρακτήρισε «έναν από τους σημαντικότερους νέους αμερικανούς λογοτέχνες» ήταν τρικυμιώδης και ασθματική, όπως και ο ίδιος, αλλά τελικά ανοδική και λαμπρά επιτυχημένη. Από το Λένινγκραντ της παιδικής ηλικίας ως το Κουίνς της Νέας Υόρκης όπου μετακόμισαν οικογενειακώς στα επτά του χρόνια, όταν το 1979 επιτράπηκε σε πολλούς Ρωσοεβραίους να μεταναστεύσουν στην Αμερική με αντάλλαγμα τόνους σιτηρών και δυτικής υψηλής τεχνολογίας, ο εβραίος ρωσοαμερικανός πλέον Στάινγκαρτ συνέλεξε απογοητεύσεις, ματαιώσεις αλλά τελικά τις αντιπαρήλθε βρίσκοντας συχνά διέξοδο στο απίθανο χιούμορ και στην ώρες ώρες σχεδόν μαζοχιστικής χροιάς ικανότητά του για αυτοσαρκασμό. Ετσι η μητρική μομφή «Μικρή Αποτυχία» βρήκε τελικά τον δρόμο της για το εξώφυλλο του τέταρτου αμιγώς αυτοβιογραφικού βιβλίου του - και πρώτου που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Μετά τα ημιαυτοβιογραφικά και εξαιρετικά δημοφιλή «Τhe Russian debutante handbook», «Absurdistan», «Supersad love story», αυτός ο τόσο αγαπημένος συγγραφέας της Αμερικής έκανε στην ουσία μια κατάθεση ψυχής με σπαρακτική ειλικρίνεια και ξεκαρδιστικές περιγραφές για τις εμπειρίες του στη νέα γη της επαγγελίας αλλά και τις γλυκόπικρες αναμνήσεις από εκείνες της παλιάς, πάντα με άξονα τη σχέση του με τους δυσλειτουργικούς γονείς του.
Πόσο δύσκολο ήταν να γράψετε με απόλυτη ειλικρίνεια όταν σκιαγραφούσατε τους χαρακτήρες σας, δηλαδή τον εαυτό σας αλλά και τους γονείς σας;
«Αν δεν γράψεις με ειλικρίνεια, ποιος ο λόγος να γράψεις ένα memoir, γιατί να μη γράψεις μυθοπλασία; Ηθελα σε πενήντα χρόνια από τώρα να διαβάσει κάποιος το βιβλίο και να πει: "Να πώς ήταν οι οικογένειες Ρωσοαμερικανών από το 1979 ως το 2000". Ο πατέρας που είναι μηχανικός, η μητέρα που είναι καθηγήτρια πιάνου, κάθε οικογένεια Εβραίων από τη Σοβιετική Ενωση μοιάζει να είχε την ίδια δομή. Οταν ταξιδεύω για να προωθήσω το βιβλίο, συναντώ συνέχεια Ρωσοαμερικανούς που μου λένε: "Εκανα τις σπουδές που μου υπέδειξαν, παντρεύτηκα τη γυναίκα που ήθελαν και ακόμη με αποκαλούν 'αποτυχία'". Οι γονείς μου πάντως δεν το έχουν διαβάσει. Ολα τα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί στα ρωσικά εκτός από αυτό και εκείνοι δεν διαβάζουν στα αγγλικά. Κάθε ερώτηση του πατέρα μου αφορά το πώς περιγράφω τους Εβραίους. Θέλει να τους παρουσιάζω με ωραίο τρόπο. Ομως στα βιβλία μου κανένας δεν παρουσιάζεται με ωραίο τρόπο».
Το γεγονός ότι η γλώσσα που μιλούσατε στο σπίτι ήταν τα ρωσικά επηρέασε τη γραφή σας;
«Πολύ. Νομίζω ότι υπάρχει ένα δευτερεύoν, ρωσικό soundtrack στο μυαλό μου το οποίο παίζει όταν γράφω. Υπάρχει μια μουσικότητα που κάνει τις προτάσεις να μη μοιάζουν εντελώς αμερικανικές. Συμβαίνει με συγγραφείς όπως η Τζούμπα Λαχίρι, ο Τζούνο Ντίαζ, γιατί μεγάλο μέρος της αμερικανικής λογοτεχνίας σήμερα γράφεται από ανθρώπους που προέρχονται από δύο πολιτισμούς. Αυτό είναι κάτι που αγαπώ στην Αμερική. Εκτός από τον Τραμπ, τον Τεντ Κρουζ και τους οπαδούς τους, εμείς οι υπόλοιποι διεξάγουμε ένα πολυπολιτισμικό πείραμα στη ζωή αλλά και στη λογοτεχνία».
Το χιούμορ στα βιβλία σας από ποιον πολιτισμό είναι κληρονομιά;
«Στη ρωσική παράδοση υπάρχει η σατιρική ματιά στον τρόπο που αποδίδονται οι κοινωνικές επαφές της ανώτερης τάξης. Το βρίσκουμε για παράδειγμα στον Ναμπόκοφ, έναν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Στο Πανεπιστήμιο Columbia διδάσκω στους μαθητές μου το "Pnin", ένα βαθύτατα κωμικό βιβλίο, όμως ακόμη και η "Λολίτα" έχει δόσεις χιούμορ. Νομίζω ότι ορισμένα από τα καλύτερα λογοτεχνικά κείμενα ήταν χιουμοριστικά, αρχής γενομένης από τον Θερβάντες, τον Γκόγκολ ή τον Τζόναθαν Σουίφτ. Η σάτιρα είχε πάντα δύναμη, όμως στην Αμερική τελευταία δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σοβαρότητα της λογοτεχνίας, και ίσως αυτό εξηγεί γιατί δεν διαβάζει κανένας μυθοπλασία. Ο ήρωας στο καινούργιο μου βιβλίο δεν είναι τόσο αστείος, αλλά σε κάθε περίπτωση το να μην έχεις καθόλου χιούμορ είναι σκέτη τραγωδία».
Το γνωστό εθνικό κλισέ θέλει τους Εβραίους να έχουν πολύ καλό χιούμορ.
«Κάθε έθνος έχει κάτι απολαυστικό να δώσει στον κόσμο. Η Ταϊλάνδη έχει το καλύτερο πράσινο κάρι στον κόσμο, η Ελλάδα μάς έδωσε τη δημοκρατία. Ε, οι Εβραίοι έχουν χιούμορ. Συχνά είναι αυτοϋπονομευτικό και μου αρέσει πολύ αυτό, γιατί έχει υπαρξιακή χροιά και εμπεριέχει τη μοιρολατρία. Είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις τον κόσμο και ως γνωστόν η εμπειρία των Εβραίων μαζί του δεν ήταν πάντα μια χαρούμενη υπόθεση. Λένε ότι είμαι ένας κωμικός συγγραφέας, όμως υπάρχει πολλή τραγωδία ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων μου. Το Ολοκαύτωμα και ο Στάλιν εξολόθρεψαν ένα σεβαστό μέρος της οικογένειάς μου. Το χιούμορ στα κείμενά μου είναι ο πυρηνικός πύραυλος αλλά η κεφαλή του είναι η τραγωδία».
Μέσα από άρθρα σας σε εφημερίδες ασκείτε κριτική στην κυβέρνηση της Ρωσίας. Tι είναι το χειρότερο που έχετε να της προσάψετε;
«Το γεγονός ότι τα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ λένε ψέματα στον κόσμο 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Το διαπίστωσα όταν έγραψα ένα άρθρο για το περιοδικό των "New York Times" στο πλαίσιο του οποίου είδα ρωσική τηλεόραση για επτά συνεχόμενες ημέρες. Πώς μπορείς να ξεχωρίσεις τη σοβιετική προπαγάνδα από εκείνη του Πούτιν; Οι άνθρωποι του Πούτιν είναι πολύ πιο έξυπνοι, δίνουν έμφαση στη λεπτομέρεια και η προπαγάνδα τους δουλεύει σε πολλά επίπεδα γιατί στηρίζεται από τα social media και την τηλεόραση. Υπάρχουν και τα trolls που προσλαμβάνονται για να στήσουν ένα έξοχο σύστημα παραπληροφόρησης».
Στο βιβλίο ασκείτε δριμεία κριτική και στο σοβιετικό καθεστώς που ζήσατε ως τα επτά σας. Ποια πιστεύετε ότι υπήρξε τελικά η καλύτερη περίοδος της χώρας;
«Οτιδήποτε δοκίμασε η Ρωσία, από τον σοσιαλιστικό σταλινισμό ως τον σοσιαλιστικό καπιταλισμό, δεν αποτελεί πρότυπο για κανένα κοινωνιολογικό πείραμα. Την περίοδο του κομμουνισμού η Ρωσία ήταν μια χώρα μικροαστών. Οι άνθρωποι δεν ήταν πλούσιοι αλλά όλοι είχαν κάτι προκειμένου τουλάχιστον να επιβιώνουν. Αυτό το "κάτι" εξαφανίστηκε σε πολλές περιπτώσεις όταν ήρθε ο καπιταλισμός. Ο μόνος τρόπος για να στηριχθεί ο μεγάλος πληθυσμός ήταν μέσα από το πετρέλαιο και το αέριο. Οταν άρχισε να κατρακυλά η τιμή του πετρελαίου, παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του, τόσο το ρούβλι όσο και τη δυνατότητα των κομμουνιστών να δίνουν χρήματα στον κόσμο. Υπάρχει μερίδα του πληθυσμού που είναι πολύ καλλιεργημένη, όμως η κυβέρνηση δεν μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να ακμάσουν αυτοί οι άνθρωποι. Κάθε πολιτική συνδέεται με την ενίσχυση του κύρους της χώρας ως μεγάλης δύναμης. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αμερική. Και οι δύο χώρες έχουν μια σχεδόν θρησκευτική πίστη στη σπουδαιότητά τους».
Αυτό που κάνει εντύπωση είναι ότι χώρες από την πρώην Σοβιετική Ενωση έχουν επιδείξει πολύ σκληρή στάση απέναντι στους πρόσφυγες. Γιατί πιστεύετε συμβαίνει αυτό;
«Είναι πολύ σκληρές χώρες, πάντα ήταν. Στη Ρωσία γινόταν πόλεμος ενάντια σε κάθε ψυχολογική προσέγγιση ή ανάλυση. Αν είχες προβλήματα, μεθούσες και έκλαιγες με τους φίλους σου, και αυτή ήταν όλη η βοήθεια που μπορούσες να βρεις. Επίσης οι χώρες αυτές έχουν ελάχιστη ενσυναίσθηση. Η κοινωνία και η κυβέρνηση ήταν πάντα ο εχθρός, οπότε δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στις κοινωνίες με κομμουνιστικά καθεστώτα. Στη Γιουγκοσλαβία οι Σέρβοι και οι Κροάτες προσπάθησαν να αλληλοεξοντωθούν και οι διαφορές μεταξύ τους είναι ελάχιστες. Τώρα που έρχονται αντιμέτωποι με το διαφορετικό, με ανθρώπους που δεν τους μοιάζουν, δεν θα απλώσουν το χέρι να βοηθήσουν».
Βέβαια και στην Αμερική δεν πάνε καλύτερα τα πράγματα τελευταίως.
«Είναι αδιανόητος ο τρόπος που ο Τραμπ καλλιεργεί κλίμα εναντίον των μουσουλμάνων. Η κοινότητά τους στην Αμερική είναι από τις πιο ενσωματωμένες σε όλον τον κόσμο. Ενα πράγμα που έχει κάνει καλά η Αμερική είναι η ενσωμάτωση και αυτοί οι μαλάκες όπως ο Τραμπ θέλουν να γκρεμίσουν ό,τι έχει χτιστεί με τόσο κόπο».
Πιστεύετε ότι θα γινόσασταν συγγραφέας αν είχαμε μείνει στη Σοβιετική Ενωση;
«Μα και στη Ρωσία ήμασταν μετανάστες ως Εβραίοι. Η συνθήκη του να είσαι μετανάστης σε εφοδιάζει με μια παγιωμένη ένταση και με μια εσωτερική, πολιτισμική σύγκρουση η οποία παρέχει γόνιμο έδαφος στο γράψιμο. Από δημιουργική άποψη είναι ευτύχημα που βρέθηκα αντιμέτωπος με αυτή την κατάσταση, αλλά παράλληλα χαίρομαι πολύ που ο γιος μου γεννήθηκε σε αυτή τη χώρα και θα μεγαλώσει ως Αμερικανός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου