Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Τσιριμώκου Λίζυ, «Από ξένο τόπο και από αλαργινό...», ΤΟ ΒΗΜΑ, 11.9.16


 
 
Οκτώ νουβέλες του Βούλγαρου Μίροσλαβ Πένκοφ που επιμένουν στον οικογενειακό περίγυρο, στην πυρηνική κοινωνική ομάδα που δένει ακατάλυτα τα μέλη της με εναλλασσόμενα πάθη
«Από ξένο τόπο και από αλαργινό...»
Στιγμιότυπο από πεζόδρομο στο κέντρο της Σόφιας στη Βουλγαρία


Μίροσλαβ Πένκοφ
Ανατολικά της Δύση

Μια χώρα σε ιστορίες
Μετάφραση Ακης Παπαντώνης.Αντίποδες, 2016
σελ. 262, τιμή 13,80 ευρώ

Στη Μάρη
Οι Βαλκάνιοι δεν καλογνωριζόμαστε - είναι μια διαπίστωση που μπορεί να γίνει με πλείστες όσες αφορμές· εν προκειμένω μας αφορούν τα λογοτεχνικά. Πόσο οικεία μάς είναι σήμερα η κουλτούρα, η λογοτεχνία των γειτόνων μας και πού οφείλονται τα πασιφανή κενά της γνώσης μας για ένα πολιτισμικό πολύπλεγμα στο οποίο αισθητά ίχνη μαρτυρούν συνάφειες, ομοιότητες; Εκείνο το «ανήκομεν εις την Δύσιν», που φέρουμε περήφανα στο πέτο, μας κάνει ίσως να λησμονούμε ότι και άλλοι γύρω μας στον ίδιο γεωγραφικό χώρο δυτικοφέρνουν ή, εν πάση περιπτώσει, μετεωρίζονται και διχάζονται επίσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δέσμιοι ενός κόμπου που σφιχτοπλέκει την έλξη με την απώθηση. Προφανώς, οι λόγοι (ιστορικοί, ιδεολογικο-πολιτικοί, κοινωνιολογικοί και άλλοι) είναι ποικίλοι και έχουν απασχολήσει σοφές και πολιές κεφαλές. Αφορμή για τα παραπάνω στάθηκαν οι οκτώ ιστορίες (νουβέλες) του Βούλγαρου Μίροσλαβ Πένκοφ που οι Αντίποδες, συνεχίζοντας το αξιοσύστατο εκδοτικό τους πρόγραμμα, παρουσιάζουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

Ο συγγραφέας βέβαια ζει, εργάζεται και γράφει στις ΗΠΑ εδώ και ήδη μία δεκαπενταετία, αλλά αυτή η πρώτη συλλογή αφηγημάτων του [2011] στάζει συγκίνηση και κρυφή αγάπη για μια μητριά-πατρίδα που έχει αφήσει πίσω: ξέρει τα κουσούρια της, τα βάσανα και τα αδιέξοδά της, μα δεν παύει να την αναπολεί, να τη φαντασιώνεται, να τη μαθαίνει καλύτερα - μακριά της. Γεννημένος το 1982, μεγαλωμένος στη Σόφια, έφυγε το 2001 για σπουδές ψυχολογίας και δημιουργικής γραφής στην Αμερική, όπου και παρέμεινε διδάσκοντας σήμερα σε εκεί πανεπιστήμια. Ενα από τα αφηγήματα του τόμου («Αγοράζοντας τον Λένιν») βραβεύτηκε το 2007 από έγκυρο αμερικανικό περιοδικό, ενώ την επόμενη χρονιά συμπεριλήφθηκε από τον Σάλμαν Ρούσντι στη συγκεντρωτική έκδοση The Best American Short Stories. Η συλλογή Ανατολικά της Δύσης εισέπραξε θετικότατες κριτικές όταν πρωτοκυκλοφόρησε, έχει ήδη μεταφραστεί σε 11 γλώσσες και πολιτογράφησε στη συγγραφική επικράτεια ένα νέο όνομα με υποσχετικό μέλλον.

Νοσταλγικός ρεαλισμός

Οι νουβέλες μας τραμπαλίζουν σε μια χωροχρονική κάψουλα, στη συνθήκη της εξορίας, όπου το εδώ και το τώρα εναλλάσσονται σε διαρκή αλληλοπεριχώρηση με το αλλού και τοάλλοτε, αντικρίζονται και συγχέονται στον καθρέφτη της μνήμης και της φαντασίας. Γνωρίζεις καλύτερα τον τόπο σου όταν απομακρύνεσαι: παλιός κανόνας επικυρωμένος από πάμπολλους «συγγραφείς της εξορίας», όσοι βρέθηκαν στη ρωγμή που ανοίγει η μετατόπιση από τα γενέθλια χώματα σε άλλα, έστω και φιλόξενα, εδάφη. Ο Πένκοφ αγαπά την πατρίδα του, όχι τυφλά και απεριόριστα: με μια διαυγή στοργή και μιαν απόσταση μελαγχολική και συνάμα ειρωνική, ανασύρει, αναπλάθει ή επινοεί κωμικοτραγικές ιστορίες με φόντο μια Βουλγαρία, κομμουνιστική και μετακομμουνιστική, που βίωσε, που την είδε να αλλάζει, που την έμαθε και την ξέμαθε και που τη νοσταλγεί βλαστημώντας την. Ερωτες εμποδισμένοι, τρυφερές αλλά και τεταμένες οικογενειακές σχέσεις (με μητέρες, πατεράδες, παππούδες και γιαγιάδες), οικονομικές αντιξοότητες στα όρια της εξαθλίωσης, δυσανεξία για τοδιαφορετικό (μειονότητες) σε κοινωνίες που κυβερνώνται ωστόσο από το δόγμα της διεθνικότητας· χειραφετητικές λαχτάρες των νέων να ξεφύγουν από τη μέγκενη της κομματικής, της πατρικής (ή της όποιας) εξουσίας, πλάσματα που ματώνουν και ματώνονται με ποίηση και χιούμορ, ιστορίες για ζωές τυραννισμένες, καθημερινές καιχθόνιες, με χρώματα, αρώματα, γεύσεις, μουσικές ανεξίτηλες. Ολο αυτό το κράμα, με αρκετή δόση αυτοβιογραφικής αλήθειας, όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, ο Πένκοφ το αντιμετωπίζει όχι σαν αδέκαστος κριτής, με υψωμένο επιτιμητικό δάχτυλο, αλλά με μετατραυματική κατανόηση, περιγράφοντας τα μακρινά, σκονισμένα, μπερδεμένα Βαλκάνια με μιαν απλότητα που δεν ξεπέφτει σε απλοϊκότητα μήτε σε φολκλορικό εξωτισμό: ατόφιες φέτες ζωής, φωτογραφικής ευκρίνειας, που κρύβουν ωστόσο στον χονδρόκοκκο ρεαλισμό τους νοσταλγική διάθεση για τον πικραγαπημένο τόπο.  

Μαρξ, τζιν και Κόκα-Κόλα

Ηλικιωμένο ζεύγος σε κρατικό γηροκομείο όπου έκπληκτος ο σύζυγος ανακαλύπτει κρυφή ερωτική αλληλογραφία της γυναίκας του προτού ο ίδιος τη γνωρίσει (1905) με κομιτατζή που σκοτώθηκε πολεμώντας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από το φέσι. Ο εφηβικός έρωτας του «Μύτη» και της Βέρας, συγχωριανών που το ποτάμι-σύνορο τους έχει αποξενώσει, τον έναν στη βουλγαρική και την άλλη στη σερβική επικράτεια, και κολυμπούν «σαν ποταμίσιοι αρουραίοι» για να βρεθούν, βάζοντας σημάδι τον εξέχοντα σταυρό της βυθισμένης εκκλησιάς (ο νεαρός μαζεύει με κόπο λέβα για να αγοράσει το ποθητό Levi's τζιν κι εκείνη του κάνει δώρο τα παλιά της Αdidas παπούτσια): στενάχωρες μέρες ενός καταθλιπτικού καθεστώτος με μικρές οάσεις χαράς (το σμπορ, μεγάλο γλέντι μία φορά στα πέντε χρόνια, όπου επιτρέπεται το μισερό χωριό να συνεορτάσει από κοινού τις ρίζες του) εικονογραφούν στα δύο πρώτα αφηγήματα μια πατρίδα ταλαίπωρη που διώχνει τα παιδιά της.

Ενα ιδεολογικό, αυτή τη φορά, ποτάμι χωρίζει παππού και εγγονό («Αγοράζοντας τον Λένιν»): ο μικρός, λυσσώντας για τη Δύση, κατορθώνει να φύγει για σπουδές στην Αμερική, ο μεγάλος, πιστός στα κομμουνιστικά οράματα της νιότης του, τον ελεεινολογεί και εις πείσμα των πολιτικών αλλαγών ξαναβαφτίζει το μικρό χωριό του Λένινγκραντ, στο τέλος όμως απομυθοποιούνται εκατέρωθεν οι «παράδεισοι. Ενα ντουέτο γιαγιάς-εγγονής («Το γράμμα») μας επαναφέρει στην οικογενειακή δυστοπία, κοινό κλίμα σε όλες τις ιστορίες του τόμου: εξαφανισμένη μητέρα, πατέρας απών, δίδυμη καθυστερημένη αδελφή, κλεισμένη σε ίδρυμα και έφηβη αφηγήτρια, μικροκλέφτρα και παραδόπιστη, που ονειρεύεται λούσα και «καλή ζωή» - πατώντας στα χνάρια της μάνας, νέος πονοκέφαλος για τη γιαγιά. Ιδιο μοτίβο (μικροί φτωχοδιάβολοι, έφηβοι απατεωνίσκοι που κυνηγούν το «δυτικό όνειρο», μιλώντας συνθηματικά, κλέβοντας εκκλησιές και αναθεματίζοντας την τύχη τους) στους «Ληστές του σταυρού».

Δυσκολίες ένταξης ενός αγοροκόριτσου που λόγω πατρικής εμμονής (να μάθει να φτιάχνει γκάιντες, όπως εκείνος, τέχνη που δεν είναι για γυναίκες) αποκτά αντρικό όνομα (Κεμάλ) και κουρεύεται γουλί. Με κομματική διαταγή, οι μουσουλμάνοι θα πρέπει να εκβουλγαριστούν ή να φύγουν για την Τουρκία. Η Κεμάλ μετονομάζεται σε Βιάρα, αλλά αυτό δεν αλλάζει την οικτρή τους κατάσταση: ο πατέρας φυλακίζεται λόγω κλοπής, η καρκινοπαθής μητέρα πεθαίνει και η διπλονόματη μικρή Τουρκάλα, σηκώνοντας το βάρος της ετερότητάς της, «βάζει φωτιά στα τόπια». Η ξενότητα του οικείου στοιχειώνει δύο ακόμη ιστορίες: νεαρός Βούλγαρος εκπατρισμένος στην Αμερική, ξενοπαντρεμένος (με Γιαπωνέζα, μεγαλύτερή του), επιστρέφει στη Βουλγαρία, κυρίως για τις δυνατότητες εξωσωματικής γονιμοποίησης που προσφέρονται εκεί, μπλέκουν σε μια παράξενη ιστορία με τους Τσιγγάνους που κατοικοεδρεύουν δίπλα στο χωριό του παππού. Αλλο νεανικό ζεύγος Βουλγάρων στην Αμερική, χωρίζει, ο πατέρας βλέπει μετά κόπων και βασάνων τη μικρή κόρη που μεγαλώνει με τη μάνα της σαν αμερικανάκι, και προσπαθεί να της εμφυσήσει πατριωτικό φρόνημα, μαθαίνοντάς της ήθη, ιστορία, θρύλους της Βουλγαρίας (εδώ ανήκει το ντεβσιρμέ του τίτλου: στρατολόγηση από τους Οθωμανούς μικρών παιδιών για να γίνουν γενίτσαροι).

Οκτώ καλοδουλεμένες νουβέλες που επιμένουν στον οικογενειακό περίγυρο, στην πυρηνική κοινωνική ομάδα που δένει ακατάλυτα τα μέλη της με εναλλασσόμενα πάθη: στοργή, αλληλεγγύη, αλλά και διαφωνίες, ρήξεις. Κάτι γνωρίζουμε και στην Ελλάδα από παρόμοιες παθογένειες. Αλλωστε, το κατώφλι του βιβλίου (μότο) κοσμείται με ρήση του Καζαντζάκη. Λογοτεχνία αυθεντική και ψυχωφελής.

*Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου