«Πάρε με πάνω στα βουνά τι θα
με φάει ο κάμπος». Είναι πασίγνωστος ο στίχος του Κρυστάλλη, με τον
οποίο εκλιπαρεί τον «Σταυραετό», το σύμβολο των αγέρωχων βουνών της
Πίνδου, να τον απαλλάξει από τον κάμπο και τα δεινά που του επισώρευσε
στα λίγα χρόνια που έζησε μακριά τους.
Για αιώνες τα βουνά είχαν πλεονέκτημα έναντι της πεδιάδας. Αυτή ταυτίστηκε με τους κινδύνους από κάθε λογής κατακτητές. Ο κάμπος χρησιμοποιήθηκε ως θέατρο πολλών πολεμικών αναμετρήσεων, που είχαν αποτέλεσμα την επικράτηση των κατακτητών. Στον αντίποδα το βουνό έγινε το έμβλημα της αντίστασης και της διάθεσης για ελεύθερο φρόνημα.
«Κι απάνω απάνω στα βουνά, απάνω στις κορφές τους φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος», γράφει ο Σικελιανός (Η Αντίσταση).
Στην πεδιάδα ο άνθρωπος δεν μπορεί να κρυφτεί. Είναι εκτεθειμένος σε κάθε κίνδυνο. Ο Κρυστάλλης βίωσε με ένταση αυτό το συναίσθημα, σαν βρέθηκε πεταμένος στον κάμπο. Δεν μπόρεσε να αντιπαλέψει τα έλη του κάμπου αλλά και κάθε μορφής ελονοσία.
Ο «Σταυραετός» του παίρνει στα φτερά του την ποιητική διάθεση του δημιουργού να κονιορτοποιήσει τα δεσμά που του χαλκεύει ο κάμπος. Ετσι, το βουνό αναδεικνύεται σε ποιητικό τόπο που υπερβαίνει τους συμβιβασμούς, καθώς το «βουνό είναι ένα ποίημα που σου γυρεύει να το ακούσεις» (Βρεττάκος).
Ομως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο κάμπος κρατάει ως λάβαρό του πολύτιμο τη μάχη της σοδειάς στη Θεσσαλία που κράτησε όρθιο το αντιστασιακό φρόνημα των Θεσσαλών στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Οι κατακτητές απεργάζονταν την εξουθένωση των Θεσσαλών με την υφαρπαγή της σοδειάς.
Σ’ αυτές τις κρίσιμες περιστάσεις, ο κάμπος τανύει το κουρασμένο σώμα του. Αντιστέκεται στις διαθέσεις του κατακτητή. Συνεχίζει τις αγωνιστικές παραδόσεις των αγωνιστών του αγροτικού κινήματος. Σαλπίζουν τα λόγια του Μπούσδρα, του Σαλταγιάννη και των άλλων ηρώων της λαϊκής πινακοθήκης του κάμπου.
Αυτό το φρόνημα διαχέεται παντού κι έτσι ο κάμπος δειλά δειλά διεκδικεί τον δικό του χώρο στη λογοτεχνία. Μια τέτοια περίπτωση είναι η ποίηση και τα πεζά του Ηλία Κεφάλα.
Γεννήθηκε και ζυμώθηκε με τη λάσπη του κάμπου. Το ποίημά του «Θεσσαλία μικρή κι απέραντη» είναι ένας ύμνος στον κάμπο και μια απόφαση ποιητικής επιστροφής στη γενέθλια μήτρα. «Ακοίμητη επιμένεις ακόμα να με συναρπάζεις», σιγοψιθυρίζει ο Κεφάλας.
Τα ίδια λόγια σιγοψιθύρισε το περασμένο Σάββατο στο εθνολογικό συνέδριο που οργανώθηκε από τους καμπίσιους Θεσσαλούς και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Τα λόγια του Κεφάλα γίνονται το αόρατο νήμα που διατρέχει τη βούληση όλων να αναδείξουν τη δική τους τοπικότητα. Να διεκδικήσουν τη δική τους παρουσία στην Ιστορία. Να καταθέσουν τη δική τους προσφορά στους κοινωνικούς αγώνες. Να αποτινάξουν τη λάσπη αποκαλύπτοντας τη συνεισφορά του απαξιωμένου κάμπου.
Σ’ αυτή την προσπάθεια η λογοτεχνία σηκώνει ψηλά το λάβαρο του κάμπου ιστορώντας τα πάθη και τις συμφορές στον κάμπο. Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν και ο τσιφλικάς Πίτερ Χατζηθωμάς δίνουν στον Καραγάτση το κέλυφος, για να πλάσει τη μυθιστορία του κάμπου. Κοντά του στέκουν πολλοί άλλοι. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο Ηλίας Κεφάλας, ο ποιητής του κάμπου.
«Εκεί που τα παράξενα όνειρα έπαιρναν φωτιά» όλα μπορεί να απαντηθούν. Ακόμη και οι υπερβολές που μπορεί να κάνουν την ιστορία θεραπαινίδα των τοπικών μυθολογιών. Η εμμονή σε μια αϊστορική σχέση με τον τόπο και την ιστορική κληρονομιά μπορεί να αποτελέσει θερμοκοιτίδα για την καλλιέργεια ακραίων απόψεων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η αναζωπύρωση των ναζιστικών και φαιών επιχειρημάτων χρησιμοποίησε ως φώλι της την ανάγκη για μια άχρονη αυθεντικότητα που αγνοεί τις ιστορικές ζυμώσεις και τη δημιουργική συνάντηση με άλλους πολιτισμούς. Είναι ο κάμπος του Ωραιόκαστρου που λειτουργεί φοβικά. Εκάς εκάς οι βέβηλοι πρόσφυγες, ωρύονται οι καμπίσιοι.
Η πεδινή Θεσσαλία, «ξανθή και ηλιοκαμένη», αναζητά τις εικόνες της αγροτικής δημιουργίας, που τα τελευταία χρόνια υποχώρησαν και κρύφτηκαν κάτω από τις φυλλωσιές της μονοκαλλιέργειας. Κι όταν ο κάμπος αποτινάσσει τη ραθυμία, τότε μπορεί να θυμηθεί τις ιστορικές του παραδόσεις. Να αρθεί πάνω από μικρότητες και φοβικά ιστορικά σύνδρομα.
*καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Για αιώνες τα βουνά είχαν πλεονέκτημα έναντι της πεδιάδας. Αυτή ταυτίστηκε με τους κινδύνους από κάθε λογής κατακτητές. Ο κάμπος χρησιμοποιήθηκε ως θέατρο πολλών πολεμικών αναμετρήσεων, που είχαν αποτέλεσμα την επικράτηση των κατακτητών. Στον αντίποδα το βουνό έγινε το έμβλημα της αντίστασης και της διάθεσης για ελεύθερο φρόνημα.
«Κι απάνω απάνω στα βουνά, απάνω στις κορφές τους φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος», γράφει ο Σικελιανός (Η Αντίσταση).
Στην πεδιάδα ο άνθρωπος δεν μπορεί να κρυφτεί. Είναι εκτεθειμένος σε κάθε κίνδυνο. Ο Κρυστάλλης βίωσε με ένταση αυτό το συναίσθημα, σαν βρέθηκε πεταμένος στον κάμπο. Δεν μπόρεσε να αντιπαλέψει τα έλη του κάμπου αλλά και κάθε μορφής ελονοσία.
Ο «Σταυραετός» του παίρνει στα φτερά του την ποιητική διάθεση του δημιουργού να κονιορτοποιήσει τα δεσμά που του χαλκεύει ο κάμπος. Ετσι, το βουνό αναδεικνύεται σε ποιητικό τόπο που υπερβαίνει τους συμβιβασμούς, καθώς το «βουνό είναι ένα ποίημα που σου γυρεύει να το ακούσεις» (Βρεττάκος).
Ομως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο κάμπος κρατάει ως λάβαρό του πολύτιμο τη μάχη της σοδειάς στη Θεσσαλία που κράτησε όρθιο το αντιστασιακό φρόνημα των Θεσσαλών στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Οι κατακτητές απεργάζονταν την εξουθένωση των Θεσσαλών με την υφαρπαγή της σοδειάς.
Σ’ αυτές τις κρίσιμες περιστάσεις, ο κάμπος τανύει το κουρασμένο σώμα του. Αντιστέκεται στις διαθέσεις του κατακτητή. Συνεχίζει τις αγωνιστικές παραδόσεις των αγωνιστών του αγροτικού κινήματος. Σαλπίζουν τα λόγια του Μπούσδρα, του Σαλταγιάννη και των άλλων ηρώων της λαϊκής πινακοθήκης του κάμπου.
Αυτό το φρόνημα διαχέεται παντού κι έτσι ο κάμπος δειλά δειλά διεκδικεί τον δικό του χώρο στη λογοτεχνία. Μια τέτοια περίπτωση είναι η ποίηση και τα πεζά του Ηλία Κεφάλα.
Γεννήθηκε και ζυμώθηκε με τη λάσπη του κάμπου. Το ποίημά του «Θεσσαλία μικρή κι απέραντη» είναι ένας ύμνος στον κάμπο και μια απόφαση ποιητικής επιστροφής στη γενέθλια μήτρα. «Ακοίμητη επιμένεις ακόμα να με συναρπάζεις», σιγοψιθυρίζει ο Κεφάλας.
Τα ίδια λόγια σιγοψιθύρισε το περασμένο Σάββατο στο εθνολογικό συνέδριο που οργανώθηκε από τους καμπίσιους Θεσσαλούς και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Τα λόγια του Κεφάλα γίνονται το αόρατο νήμα που διατρέχει τη βούληση όλων να αναδείξουν τη δική τους τοπικότητα. Να διεκδικήσουν τη δική τους παρουσία στην Ιστορία. Να καταθέσουν τη δική τους προσφορά στους κοινωνικούς αγώνες. Να αποτινάξουν τη λάσπη αποκαλύπτοντας τη συνεισφορά του απαξιωμένου κάμπου.
Σ’ αυτή την προσπάθεια η λογοτεχνία σηκώνει ψηλά το λάβαρο του κάμπου ιστορώντας τα πάθη και τις συμφορές στον κάμπο. Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν και ο τσιφλικάς Πίτερ Χατζηθωμάς δίνουν στον Καραγάτση το κέλυφος, για να πλάσει τη μυθιστορία του κάμπου. Κοντά του στέκουν πολλοί άλλοι. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο Ηλίας Κεφάλας, ο ποιητής του κάμπου.
«Εκεί που τα παράξενα όνειρα έπαιρναν φωτιά» όλα μπορεί να απαντηθούν. Ακόμη και οι υπερβολές που μπορεί να κάνουν την ιστορία θεραπαινίδα των τοπικών μυθολογιών. Η εμμονή σε μια αϊστορική σχέση με τον τόπο και την ιστορική κληρονομιά μπορεί να αποτελέσει θερμοκοιτίδα για την καλλιέργεια ακραίων απόψεων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η αναζωπύρωση των ναζιστικών και φαιών επιχειρημάτων χρησιμοποίησε ως φώλι της την ανάγκη για μια άχρονη αυθεντικότητα που αγνοεί τις ιστορικές ζυμώσεις και τη δημιουργική συνάντηση με άλλους πολιτισμούς. Είναι ο κάμπος του Ωραιόκαστρου που λειτουργεί φοβικά. Εκάς εκάς οι βέβηλοι πρόσφυγες, ωρύονται οι καμπίσιοι.
Η πεδινή Θεσσαλία, «ξανθή και ηλιοκαμένη», αναζητά τις εικόνες της αγροτικής δημιουργίας, που τα τελευταία χρόνια υποχώρησαν και κρύφτηκαν κάτω από τις φυλλωσιές της μονοκαλλιέργειας. Κι όταν ο κάμπος αποτινάσσει τη ραθυμία, τότε μπορεί να θυμηθεί τις ιστορικές του παραδόσεις. Να αρθεί πάνω από μικρότητες και φοβικά ιστορικά σύνδρομα.
*καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου