Η Θεσσαλονίκη έχει μία μακρά διηγηματική παράδοση σε απομνημονευματογραφικά οδοιπορικά, αναδεικνύοντας το παρελθόν και το ετερόκλητο/πολυπολιτισμικό περιβάλλον της πόλης και τις συνήθειές της. Ενώ όμως έχει φωτιστεί μέσα από τα πεζογραφήματα του Ιωάννου κι άλλων επιφανών συγγραφέων η τοπογραφία και η ανθρωπογεωγραφία της πόλης, πολύ σπάνια διαβάζουμε για τη ζωή των παιδιών στα μεταπολεμικά χρόνια· και όποτε το βλέπουμε, αποτελεί μία εξωτερική/περιγραφική αναπαράσταση κι όχι τη βιωμένη πραγματικότητα με τις παιδικές σκέψεις και αγωνίες, που συχνά δεν απασχολούν τους ενήλικους αφηγητές.
Η νέα συλλογή όμως διηγημάτων του Τόλη Νικηφόρου, «Αγνώστου Στρατιώτου» (Μανδραγόρας, 2016), έρχεται να συμπληρώσει τούτη την πτυχή της ζωής της πόλης που δεν είχε έως τώρα τεθεί στο συγγραφικό επίκεντρο.
Το βιβλίο αποτελεί μία συλλογή αυτοβιογραφούμενων σύντομων διηγημάτων. Με τη ζωηράδα του φενάκη διαλόγου και το ύφος ημερολογίου ο Νικηφόρουπαρουσιάζει τη Θεσσαλονίκη και τη ζωή των ανθρώπων του κέντρου, όπως εκείνος ως παιδί τα βίωσε. Οι θολές, λόγω ηλικίας, αναμνήσεις της Κατοχής δίνουν τη θέση τους στις πιο καθαρές μνήμες των σχολικών χρόνων. Αυτοσχέδια παιχνίδια, αγοροπαρέες, οι πρώτες ενοχικές αναζητήσεις κοριτσιών, η εξέλιξη των ανθρώπων που σημάδεψαν τη ζωή του, ζωντανεύουν μέσα από τις σελίδες της μνήμης. Κέντρο αναφοράς πάντα η πατρική του κατοικία επί της Αγνώστου Στρατιώτου στην πλατεία Δικαστηρίων.
Αν επιπόλαια αναζητήσουμε κοινά σημεία με το μεγάλο πρωτεργάτη της διηγηματογραφικής εξέλιξης, το Γιώργου Ιωάννου, τότε θα αποτύχουμε να αποκρυπτογραφήσουμε την κινητήριο δύναμη του Νικηφόρου. Γιατί πέρα από την αμεσότητα της γραφής και το συνεχή σχολιασμό με τις αναχρονίες, στόχος του Ιωάννου ήταν η αναβίωση του κοινωνικού και αστικού τοπίου της παλιάς πόλης[1]. Αντίθετα, ο Νικηφόρου θέλει να φέρει στην επιφάνεια της εποχή της -παιδικής- αθωότητας· δε θέλει να διδάξει ούτε να κρίνει, μολονότι τα κάνει και τα δύο· δεν είναι όμως ο κύριος στόχος του. άλλωστε, η ανθρωπογεωγραφία του Νικηφόρου περιορίζεται στην πλατεία -που ποτέ δεν έγινε- δικαστηρίων και λίγο ξεπερνά τα όρια για εκδρομές εκτός πόλης ή το… ποδόσφαιρο.
Η προφορικότητα που χαρακτηρίζει τη γλώσσα του καθιστά τα διηγήματα ευπρόσιτα. Οι συχνές αναχρονίες και οι προσωπικοί σχολιασμοί προσδίδουν μία σκηνική αναπαραστατική δύναμη συνδέοντας το αφηγούμενο παρελθόν με τη σχολιαζόμενη εξέλιξη και το παρόν του συγγραφέα. Με το σχόλιο δημιουργεί δύο υποκριτές/ήρωες: τον ανήλικο που κινηματογραφείται άλλοτε σινεμασκόπ κι άλλοτε ασπρόμαυρα και τον εκτός σκηνής ώριμο αφηγητή που κοιτώντας το κοινό του σχολιάζει ή ασκεί κριτική.
Άλλες φορές λοιπόν ο αναγνώστης παρακολουθεί με κινηματογραφική ζωντάνια τη ζωή του μικρού ήρωα μέσα από τον αναμορφικό πολυκαναλικό φακό της πρωτοπρόσωπης αφήγησης με τις πανοραμικές εικόνες και τις γεμάτες κίνηση και ήχο εικόνες κι άλλες φορές οδηγείται στα ασπρόμαυρα μονοπάτια της παιδικής ψυχολογίας, των αγωνιών και των ηλικιακών αναζητήσεων. Και πολύ συχνά μία εξωτερική "φωνή" σχολιάζει και κρίνει συνδέοντας το αφηγηματικό παρόν με το συγγραφικό παρόν ξεπερνώντας το χρόνο.
Και η κριτική του Νικηφόρου είναι σκληρή μα και ειλικρινής. Εκμυστηρεύεται προσωπικά βιώματα με ένα μοναδικό πάθος να φουντώσει η αλήθεια όπως την είδε και την ένιωσε ένα μικρό παιδί και την αποτυπώνει ένας ώριμος άντρας. Και η ευθύτητά του διακρίνεται μέσα από τα δραματικά στοιχεία των παιδικών του χρόνων όπως εκθέτει τα φτωχικά παιδικά χρόνια, το διαζύγιο των γονέων του και την απουσία της μητέρας του για πολλά χρόνια. Με την ίδια ανυποκρισία ασκεί κριτική στα κεντρικά πρόσωπα της ζωής του θρηνεί το χαμό τους, όπως αποτυπώνεται και στην αφιέρωση του βιβλίου. Το βιβλίο αυτό, άλλωστε, αποτελεί, όπως έγραψε ο ίδιος, ένα μνημόσυνο στα παιδικά του χρόνια αλλά και σε εκείνους που αγάπησε και δεν υπάρχουν πια.
Για έναν αναγνώστη της επόμενης βιολογικής γενιάς, ο τύπος του αγοριού, τα παιχνίδια και οι ανησυχίες της ηλικίας δεν είναι καθόλου ξένα· αντίθετα, αναδύουν ένα διαχρονικό άρωμα, που κρατά από την κατοχική Θεσσαλονίκη του κέντρου μέχρι τα πρώτα μεταχουντικά χρόνια των δυτικών -προσφυγικών ή εσωτερικομεταναστευτικών- συνοικιών (λίγα χρόνια πριν την "ανάπτυξη" που τελικά ταυτίστηκε με την ανάπτυξη του τσιμέντου). Ίδια παιχνίδια, ίδια αγριάδα, ίδια χαρά για ζωή, ίδιες αγωνίες…
Παρά το διαφορετικό -αστικό και κοινωνικό- περιβάλλον οι μνήμες του αναγνώστη αναδύονται ως λαθρεπιβάτες απρόσκοπτα με όλη τη συγκίνηση που φέρνουν μαζί τους ως αποσκευές. Γιατί αν στόχος του Νικηφόρου ήταν η αναβίωση μίας περασμένης εποχής και των παιδικών του χρόνων, τούτο όχι μόνο επιτυγχάνεται για τη δική του γενιά, αλλά και για την επόμενη. Και μάλιστα με τη δυναμική γραφή του ξεπερνά τα στενά όρια της αυτοβιογραφούμενης περιόδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου