Η νουβέλα «Σαραζίν» είναι, κατά τον Ζορζ Μπατάιγ, «μια από τις κορυφές του μπαλζακικού έργου» και παρουσιάζεται σε νέα μετάφραση
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 07/08/2016 05:45
Εικόνα του Leon Courbouleix στο εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης της Σαραζίν το 1922
Honore De Balzac
ΣαραζίνΜετάφραση - Επίμετρο: Κώστας Κατσουλάρης,
Εκδ. Στερέωμα, 2016,
σελ. 94, τιμή 10,60 ευρώ
H νουβέλα Σαραζίν πρωτοεμφανίστηκε στον περιοδικό Τύπο το 1830 και, αργότερα, ενσωματώθηκε σε ευρύτερους κειμενικούς κύκλους του Μπαλζάκ (Μυθιστορήματα και φιλοσοφικοί μύθοι- 1831, Σπουδές για τα ήθη του 19ου αιώνα - 1835, Σκηνές του παρισινού βίου - 1839, ωσότου γίνει μέρος της πολύτομηςΑνθρώπινης Κωμωδίας - 1844 κ.ε.). Στις αρχικές εκδοτικές παρουσίες του το αφήγημα διατηρούσε τη μορφή διπτύχου, διακριτού και στην τυπογραφική του διάταξη.
ΣαραζίνΜετάφραση - Επίμετρο: Κώστας Κατσουλάρης,
Εκδ. Στερέωμα, 2016,
σελ. 94, τιμή 10,60 ευρώ
H νουβέλα Σαραζίν πρωτοεμφανίστηκε στον περιοδικό Τύπο το 1830 και, αργότερα, ενσωματώθηκε σε ευρύτερους κειμενικούς κύκλους του Μπαλζάκ (Μυθιστορήματα και φιλοσοφικοί μύθοι- 1831, Σπουδές για τα ήθη του 19ου αιώνα - 1835, Σκηνές του παρισινού βίου - 1839, ωσότου γίνει μέρος της πολύτομηςΑνθρώπινης Κωμωδίας - 1844 κ.ε.). Στις αρχικές εκδοτικές παρουσίες του το αφήγημα διατηρούσε τη μορφή διπτύχου, διακριτού και στην τυπογραφική του διάταξη.
Το πρώτο μέρος-πλαίσιο εισάγει τον αναγνώστη στο Παρίσι, τον χειμώνα του 1830, στο μέγαρο των ζάπλουτων Λαντί που δεξιώνονται την αφρόκρεμα της πόλης. Μεταξύ των προσκεκλημένων βρίσκεται ο κύριος αφηγητής της ιστορίας συνοδεύοντας μια νεαρή καλλονή που τρομάζει όταν εμφανίζεται ξαφνικά δίπλα της ένα μουμιοποιημένο, αιωνόβιο σχεδόν και απωθητικό πλάσμα, ο μυστηριώδης συγγενής των Λαντί, όπως λέγεται, γύρω από τον οποίο κυκλοφορούν οι πιο αλλοπρόσαλλες και παράδοξες φήμες. Υποσχόμενος να ικανοποιήσει την εξημμένη της περιέργεια για το αποτρόπαιο σκέλεθρο και επιδιώκοντας νέα συνάντηση με την ωραία, ο αφηγητής εξασφαλίζει μια κατά μόνας συνεύρεση στην οικία της την επόμενη βραδιά.
Ο ερωτόπληκτος γλύπτης
Και εδώ αρχίζει το δεύτερο μέρος, η εξιστόρηση του δράματος του Σαραζίν που στρέφει τον αναγνώστη στα μέσα του 18ου αιώνα: ο γάλλος νεαρός και ταλαντούχος γλύπτης, παθιασμένος με την τέχνη του, έχοντας μαθητεύσει επί έξι χρόνια στο εργαστήρι του μετρ της γλυπτικής Μπουσαρντόν, κερδίζει ένα βραβείο και φεύγει για τη Ρώμη. Απραγος στον κοινωνικό βίο, καθώς όλα τα προηγούμενα χρόνια ζούσε σαν ερημίτης, πιστός και αποκλειστικός υπηρέτης της τέχνης του, θαμπώνεται από την ιταλική πρωτεύουσα με τα εξαίσια μνημεία, τα γλυπτικά σύνολα, τις νωπογραφίες και τα λοιπά έργα τέχνης που την κοσμούν απλόχερα· κυρίως όμως κεραυνοβολείται από τη θεσπέσια χάρη της πριμαντόνας Ζαμπινέλα, όταν μια βραδιά η τύχη τον φέρνει στο θέατρο όπου εκείνη τραγουδά: αντικρίζει έκθαμβος την ομορφιά στην πληρότητά της· στόμα, μάτια, πρόσωπο, μέλη, επιδερμίδα, κίνηση, φωνή, όλα ιδανικά, τέλεια, τέτοια που και η ζωηρότερη φαντασία δεν θα μπορούσε να τα συνταιριάσει. O ερωτόπληκτος Σαραζίν δεν χάνει πλέον ούτε βραδιά από τις εμφανίσεις του ινδάλματός του, επιχειρεί να αποτυπώσει από μνήμης τη λατρεμένη μορφή σε άπειρα σκίτσα και τη σκέψη του πυρπολεί νυχθημερόν μία και μόνη έγνοια: πώς θα κατορθώσει να πλησιάσει και να γνωρίσει από κοντά το ονειρεμένο πλάσμα.
Η πρωτοβουλία της συνάντησης έρχεται από τη Ζαμπινέλα· δεν είναι ένα μυστικό, ερωτικό ραντεβού, αλλά κάλεσμα σε ένα ξέφρενο, ολονύκτιο γλέντι όλου του θιάσου που παρακολουθεί όλον αυτόν τον καιρό το παράφορο πάθος του νεαρού Γάλλου. Μεθυσμένος, τυφλωμένος από έρωτα, ο Σαραζίν παραβλέπει τα μειδιάματα και τους υπαινιγμούς των συνδαιτυμόνων και παρερμηνεύει τη συγκρατημένη συμπεριφορά, τους ενδοιασμούς της Ζαμπινέλα: εκείνη, παρά την αρχική της τόλμη, αντιλαμβανόμενη τον αψίκορο χαρακτήρα του και την ανεξέλεγκτη παραφορά του, τον απωθεί ευγενικά· η διακριτική της άρνηση όμως εκλαμβάνεται ως γυναικεία κοκεταρία και εξάπτει περισσότερο τον πόθο του νεαρού γλύπτη. Ακόμη και όταν την επόμενη νύχτα, που σχεδιάζει την απαγωγή της πριμαντόνας από τα σαλόνια ενός αρχοντικού στο οποίο έχει κληθεί να τραγουδήσει εκείνη «ντυμένη άντρας», ο παρακαθήμενος ηλικιωμένος τον βγάζει απότομα από την πλάνη του για το φύλο του ινδάλματός του, ο Σαραζίν επιμένει στην τύφλωσή του, διαβάζει λάθος όλα τα σήματα: «Είναι γυναίκα. Ο καρδινάλιος εξαπατά τον Πάπα και τη Ρώμη ολόκληρη». Μόνο στη μετωπική αντιπαράθεση με την «απαχθείσα» στο ατελιέ του, όταν αντιλαμβάνεται επιτέλους το μέγεθος της ψευδαίσθησής του, οργίζεται τόσο με το αδύναμο πλάσμα που επιζητεί τον οίκτο του όσο και με τον εαυτό του, με την άγνοιά του που οδήγησε σε εμπαιγμό τον ίδιο και την τέχνη του. Εκσφενδονίζει ένα σφυρί στο άγαλμα που έχει φιλοτεχνήσει στην αγάπη του (με λάθος πρότυπο) και, βγάζοντας το σπαθί του, ορμά να σκοτώσει τον Ζαμπινέλα. Τον προλαβαίνουν οι σμπίροι του καρδινάλιου, του προστάτη «της πριμαντόνας»: τον λαβώνουν θανάσιμα με τρεις μαχαιριές. Κορύφωση και επίλογος.
Ο συμβολικός ακρωτηριασμός
Η συνομιλήτρια του αφηγητή δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τη δέση και τη λύση της ιστορίας. Ποια η σχέση της βαμπιρικής, σκελετωμένης φιγούρας στο σαλόνι των Λαντί με την αφήγηση που μόλις άκουσε; Μα αυτό το άθλιο γερόντιο είναι ο/η Ζαμπινέλα, την προσγειώνει εκείνος: μακρινός θείος της κόμισσας ντε Λαντί, είναι η ωοτόκος χρυσή όρνιθα όλης της οικογένειας: εκείθεν η συσσωρευμένη περιουσία χρόνων και χρόνων· πλούτη οφειλόμενα σε ευεργετικές «προστασίες», εύνοιες και... Σκανδαλισμένη η ωραία ακροάτρια, φρενάρει απότομα τον αφηγητή και του ζητεί να την αφήσει μόνη. Κάθε διάθεση για χαριεντισμούς και ανώδυνο κουβεντολόι κάνει φτερά. Ο ακρωτηριασμός που πολλαχώς υπονοείται αλλά δεν ακούγεται πουθενά στο κείμενο θέτει την τελική σφραγίδα του στην αφήγηση: είναι μια βίαιη αποκοπή, ένα ευνουχιστικό τέλος που αφήνει μετέωρο και στερημένο τον αφηγητή. Πίστευε ότι διά της αφηγηματικής οδού θα έκαμπτε τις αντιστάσεις της όμορφης, μένει όμως με ανολοκλήρωτες, ματαιωμένες προσδοκίες και μπαίνει καλύτερα στο πετσί του Σαραζίν τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται μπροστά στον πιο περιζήτητο καστράτο της Ρώμης. Εκεί επρόκειτο για έναν κυριολεκτικό εκτομία, εδώ ο ευνουχισμός είναι συμβολικός, αλλά η απόρριψη δεν παύει να είναι οδυνηρή και ταπεινωτική.
Ο δομισμός και ο Ρολάν Μπαρτ
Η μπαλζακική νουβέλα, γραμμένη περίπου την ίδια εποχή με το Αγνωστο αριστούργημα και το Μαγικό δέρμα, διασημότερα κείμενα του συγγραφέα, έμενε παραγνωρισμένη και αφανής ωσότου της χάρισε άπλετο φως το δίχρονο σεμινάριο (1968 και 1969) του Ρολάν Μπαρτ και το βιβλίο του με τον αινιγματικό τίτλο S/Z (1970), o «φάκελος εργασίας» κατά κάποιον τρόπο του σεμιναριακού μαθήματος που συνόψιζε τα κομβικά σημεία του αναγνωστικού προγράμματος με όλα τα σχετικά σχόλια και τις κριτικο-θεωρητικές προτάσεις. Το διπλό μονόγραμμα S/Z με την κάθετη διαχωριστική λάμα παρέπεμπε στα αρχικά των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων της εγκιβωτισμένης ιστορίας (Sarrasine, Zambinella). H διασπορά του νοήματος, η περίτεχνη δόμηση του κειμένου μέσα από φυγόκεντρες τάσεις, η ταυτόχρονη αποδόμησή του που πολλαπλασιάζει συνεχώς τις αφετηριακές εισόδους και εντείνει την ξενότητά του, έκαναν διάσημη την μπαρτική ανάγνωση της συγκεκριμένης νουβέλας και την επανέφεραν με έξαψη στο προσκήνιο της αγοράς. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, και αφού έχει κοπάσει ο πυρετός του δομισμού και της αποδόμησης, το κείμενο δικαιούται έναν επανέλεγχο της αυτόνομης αναγνωστικής τιμής του.
Αυτή την επανεκτίμηση κομίζει η παρούσα εμφάνιση του Σαραζίν. Το κείμενο μόνο του, σε νέα μετάφραση, δίχως πλέον το βάρος της μπαρτικής εξάρτυσης (εκείνο το S/Z, θυμίζουμε, έχει εμφανιστεί στην ελληνική αγορά το 2007 από τις εκδόσεις Νήσος), συνοδεύεται από ένα χορταστικό επίμετρο και εντελώς πρόσφατη σχετική βιβλιογραφία. Σε αυτές τις συμπληρωματικές σελίδες ο Κ. Κατσουλάρης κάνει έναν ευσύνοπτο απολογισμό της αναγνωστικής πρόσληψης του Σαραζίν στη διάρκεια του 20ού αιώνα, σταθμεύοντας στις σημαντικότερες προτάσεις (π.χ. Μπατάιγ, Ρεμπούλ, Μπαρτ, Μισέλ Σερ). Αμφιφυλία, αφυλία, ουδετεροφυλία: το δράμα της έλλειψης, της ετερότητας, κατεξοχήν επίκαιρο σήμερα, στην εποχή των σπουδών φύλου (gender studies), διαπλέκεται υπόκωφα με το θέμα της αναπαραστατικής δυνατότητας και δημιουργεί έναν ισχυρό πυρήνα συγκρότησης (αλλά συνάμα και υπονόμευσης) του ρεαλισμού που σμίλεψε ο Μπαλζάκ. Νουβέλα που μπαίνει σταθερά στην τροχιά της επανανάγνωσης.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου