Κυκλοφορεί αύριο στα βιβλιοπωλεία από τον οίκο Penguin.
Και ήδη από το Σάββατο μεγάλα αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν κατ’ αποκλειστικότητα στην «Γκάρντιαν» και καταβροχθίστηκαν από τους φανατικούς αναγνώστες του.
Βρίσκεται που βρίσκεται στο πικ της φήμης του, με όλες αυτές τις ταινίες και τα σίριαλ, που βασίζονται στα μυθιστορήματά του, γίνεται τώρα και ο ίδιος «ήρωας» ενός βιβλίου που αποκαλύπτει μυστικά (όχι πάντως για την κατασκοπευτική του περίοδο) και ξεκλειδώνει το ίδιο το σπουδαίο λογοτεχνικό του έργο, αφού αποδίδει σχεδόν τα πάντα (από την εμπλοκή του στις μυστικές υπηρεσίες μέχρι την ίδια τη συγγραφική του ταυτότητα) στα παιδικά του χρόνια.
«Ο Γκράχαμ Γκριν μάς λέει ότι η παιδική ηλικία είναι το πιστωτικό υπόλοιπο του συγγραφέα. Τουλάχιστον από αυτή την άποψη, γεννήθηκα εκατομμυριούχος», γράφει.
Εννοεί κυρίως τον διαβόητο πατέρα του, Ρόνι.
«Από τη μέρα που έκανα την πρώτη διστακτική μου προσπάθεια να γράψω μυθιστόρημα, μ’ αυτόν ήθελα να λογαριαστώ, αυτόν ήθελα να καταλάβω», γράφει.
Και περιγράφει τον πατέρα του σαν ένα «φαντασιόπληκτο απατεώνα, που κατέστρεφε τις ζωές των άλλων γύρω του», που μπήκε ακόμα και στη φυλακή, είχε οριακές σχέσεις με το μεγάλο οργανωμένο έγκλημα, έδερνε τον ίδιο, αλλά κυρίως τις (πολλές) γυναίκες του.
Τόσο τη μητέρα τού Τζον Λε Καρέ, αλλά κυρίως τη δεύτερη σύζυγό του.
Μέχρι και μήνυση προσπάθησε κάποτε να κάνει στον διάσημο γιο του ο Ρόνι («μεταμφιεσμένη βία» τη χαρακτηρίζει ο Λε Καρέ).
Από κοντά και η ανύπαρκτη σχέση με τη μητέρα του. Τον εγκατέλειψε στα 6 του χρόνια, την ξαναβρήκε στα 23 του και της συμπαραστάθηκε, έστω και τυπικά, χωρίς πολλή αγάπη, στα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Ο μόνος συγγενής του με τον οποίο συνδέθηκε και ήταν για πολλά χρόνια το αποκούμπι του ήταν ο αδελφός του.
«Δεν υπήρξα ούτε πρότυπο συζύγου ούτε πρότυπο πατέρα, ούτε ποτέ με ενδιέφερε να φαίνομαι τέτοιος», γράφει ο Τζον Λε Καρέ, που έχει κάνει δυο γάμους.
«Η αγάπη ήρθε στη ζωή μου αργά, μετά από πολλά στραβοπατήματα. Χρωστάω την ηθική μου αγωγή στους τέσσερις γιους μου».
Η αυτοβιογραφία του είναι γεμάτη συναρπαστικές ιστορίες από την πλούσια και περιπετειώδη ζωή του.
Περιγράφει με βιτριολική ειρωνεία τη μόνη συνάντησή του με τη Μάργκαρετ Θάτσερ (που ποτέ δεν την είχε ψηφίσει, είναι γνωστός για τις αριστερές ιδέες του) σε ένα γεύμα το 1982 στο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ κι ενώ είχε τρεις φορές αρνηθεί να δεχτεί από τα χέρια της ένα παράσημο.
Καθόταν στο ίδιο τραπέζι με την πρωθυπουργό και με τον νεοεκλεγμένο τότε πρωθυπουργό της Δανίας Ρουντ Λούμπερς, που πολύ ειλικρινής παραδέχτηκε ότι δεν είχε ξανακούσει το όνομά του(!).
Η Θάτσερ τον ρώτησε αν θέλει να της πει κάτι και ο συγγραφέας, που μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι στον Λίβανο, της έθεσε το πρόβλημα των Παλαιστινίων χωρίς πατρίδα.
Γράφει ο Τζον Λε Καρέ:
«"Μη μου λέτε δακρύβρεχτες ιστορίες"», με διέταξε με ξαφνική σφοδρότητα. "Κάθε μέρα οι άνθρωποι κάνουν έκκληση στo συναίσθημά μου. Δεν μπορείς να κυβερνήσεις έτσι. Δεν είναι δίκαιο". Και τότε, κάνοντας αυτή έκκληση στο δικό μου συναίσθημα, μου θύμισε ότι οι Παλαιστίνιοι είχαν εκπαιδεύσει τους βομβιστές του IRA, που είχαν δολοφονήσει τον φίλο της Εϊρι Νιβ, τον Βρετανό ήρωα πολέμου και πολιτικό, και στενό της σύμβουλο. Μετά από αυτό, δεν νομίζω ότι ξαναμιλήσαμε».
Περιγράφει ακόμα μια πολύ σύντομη συνάντησή του το 1991 με τον μεγαλοεκδότη Ρούπερτ Μέρντοχ, ο οποίος το μόνο που ενδιαφέρθηκε να τον ρωτήσει είναι ποιος κατά τη γνώμη του είχε δολοφονήσει τον Μπομπ Μάξγουελ, τον άλλο βαρόνο των μίντια που είχε βρεθεί πνιγμένος.
«Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες», του απάντησε ο Λε Καρέ και ο Μέρντοχ σηκώθηκε αμέσως και έφυγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου